σανδαράκινος: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sandarakinos | |Transliteration C=sandarakinos | ||
|Beta Code=sandara/kinos | |Beta Code=sandara/kinos | ||
|Definition=η, ον, < | |Definition=η, ον, [[of orange colour]], [[Herodotus|Hdt.]]1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also [[σανδαραχώδης]], ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[d'un rouge arsenic]].<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σανδᾰράκῐνος:''' (ρᾰ) оранжево-красный Her. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σανδαράκης, [[πορτοκαλής]], [[πορτοκαλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σανδαράκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σανδᾰράκῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί [[απόχρωση]], [[πορτοκαλής]], [[ξανθοκόκκινος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]<br />of [[orange]] [[colour]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
η, ον, of orange colour, Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also σανδαραχώδης, ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.
German (Pape)
[Seite 861] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un rouge arsenic.
Étymologie: σανδαράκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.
Russian (Dvoretsky)
σανδᾰράκῐνος: (ρᾰ) оранжево-красный Her.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
αυτός που έχει το χρώμα της σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].
Greek Monotonic
σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί απόχρωση, πορτοκαλής, ξανθοκόκκινος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων χρῶμα σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - ὡσαύτως σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.