συγκτίστης: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygktistis
|Transliteration C=sygktistis
|Beta Code=sugkti/sths
|Beta Code=sugkti/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">jointfounder</b> or <b class="b2">colonizer</b>, <span class="bibl">Hdt.5.46</span> (pl.).</span>
|Definition=συγκτίστου, ὁ, [[jointfounder]] or [[colonizer]], [[Herodotus|Hdt.]]5.46 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συγκτίστης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui s'associe à un autre pour fonder une colonie]].<br />'''Étymologie:''' [[συγκτίζω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ου () :<br />qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[συγκτίζω]].
|elnltext=συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).
}}
}}
{{grml
{{elru
|mltxt=ὁ, Α [[συγκτίζω]]<br />αυτός που κτίζει ή ιδρύει [[πόλη]] ή [[αποικία]] από κοινού με άλλον.
|elrutext='''συγκτίστης:''' ου ὁ [[участник колонизации]], [[колонист]] Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συγκτίζω]]<br />αυτός που κτίζει ή ιδρύει [[πόλη]] ή [[αποικία]] από κοινού με άλλον.
|mltxt=ὁ, Α [[συγκτίζω]]<br />αυτός που κτίζει ή ιδρύει [[πόλη]] ή [[αποικία]] από κοινού με άλλον.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκτίστης:''' ου ὁ участник колонизации, колонист Her.
|lstext='''συγκτίστης''': -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).
|mdlsjtxt=[[συγκτίστης]], ου, ὁ, [from [[συγκτίζω]]<br />a [[joint]]-[[founder]] or [[coloniser]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκτίστης Medium diacritics: συγκτίστης Low diacritics: συγκτίστης Capitals: ΣΥΓΚΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: synktístēs Transliteration B: synktistēs Transliteration C: sygktistis Beta Code: sugkti/sths

English (LSJ)

συγκτίστου, ὁ, jointfounder or colonizer, Hdt.5.46 (pl.).

German (Pape)

[Seite 970] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui s'associe à un autre pour fonder une colonie.
Étymologie: συγκτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).

Russian (Dvoretsky)

συγκτίστης: ου ὁ участник колонизации, колонист Her.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκτίζω
αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον.

Greek (Liddell-Scott)

συγκτίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.

Middle Liddell

συγκτίστης, ου, ὁ, [from συγκτίζω
a joint-founder or coloniser, Hdt.