βλεπτός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vleptos
|Transliteration C=vleptos
|Beta Code=blepto/s
|Beta Code=blepto/s
|Definition=βλεπτή, βλεπτόν, to [[be seen]], S.''OT''1337.
|Definition=βλεπτή, βλεπτόν, to [[be seen]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1337.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:07, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεπτός Medium diacritics: βλεπτός Low diacritics: βλεπτός Capitals: ΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: bleptós Transliteration B: bleptos Transliteration C: vleptos Beta Code: blepto/s

English (LSJ)

βλεπτή, βλεπτόν, to be seen, S.OT1337.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'il faut voir, digne d'être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεπτός -ή -όν βλέπω waard om te zien, waard om bekeken te worden.

Russian (Dvoretsky)

βλεπτός: достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?

Greek (Liddell-Scott)

βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.

Greek Monolingual

βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.

Greek Monotonic

βλεπτός: -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.

Middle Liddell

[From βλέπω
to be seen, worth seeing, Soph.