ταλαός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=talaos | |Transliteration C=talaos | ||
|Beta Code=talao/s | |Beta Code=talao/s | ||
|Definition=ταλαή, ταλαόν, ([[Τλάω]]) = [[τλήμων]], Ar.''Av.''687 (anap.), Q.S.1.759. | |Definition=ταλαή, ταλαόν, ([[Τλάω]]) = [[τλήμων]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''687 (anap.), Q.S.1.759. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:00, 21 September 2023
English (LSJ)
ταλαή, ταλαόν, (Τλάω) = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.
German (Pape)
[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰός: горемычный, несчастный (βροτοί Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].
Greek Monotonic
τᾰλαός: -ή, -όν (*τλάω) = τλήμων, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τᾰλαός, ή, όν [*τλάω = τλήμων, Ar.]
Frisk Etymology German
ταλαός: {talaós}
Meaning: ausdauernd, ertragend, unglücklich (Ar. Av 687 [anap.], Q. S.)
Etymology: Bildung wie ταναός u.a. (Schwyzer 472f.), vielleicht nur Kürzung von ταλακάρδιος u.a.
Page 2,848