συναμφότεροι: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-αμφότεροι, αι, α,<br />[[both]] [[together]], Theogn., Hdt., | |mdlsjtxt=συν-αμφότεροι, αι, α,<br />[[both]] [[together]], Theogn., Hdt., Attic:—sg. in [[collective]] [[sense]], τὸ ξ. = [[συναμφότεροι]], Plat.; [[τοῦτο]] συναμφότερον [[this]] united [[power]], Dem. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[both together]] | |woodrun=[[both together]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 21 September 2023
English (LSJ)
αι, α,
A both together, Thgn.820, Hdt.1.147, 3.97, al., SIG56.5 (Argos, v B.C.); τὰ σ. Pl.Phlb. 46c, etc.
2 sg. in collective tive sense, ὁ σ. [βίος] ib.22a; τὸ σ. the complex of both, Id.Smp.209b, Ti.87e, Epicur.Sent.3. Gal.6.237, Plot.4.3.26, 6.9.2; or without the Art., Pl.R. 400c, Sph.250c, Gal.16.743; τοῦτο σ. this united power, D.2.14.
3 Math., of the sum of two things, συναμφότερα τὰ Δ, M,.. Euc.5.8: more freq. in sg., συναμφότερος ὁ Α, Δ, the sum of Α, Δ, Id.7.5; συναμφότερος ὁ ΑΓ the sum ΑΓ (sc. of AB, ΒΓ), ib.28, cf. Papp.94.7: neut. as substantive, τὸ σ. ὅ τε κύκλος καὶ τὸ Β Χωρίον Archim.Sph.Cyl.1.6, cf. 2.9, Spir.27.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
les uns et les autres ensemble, tous les deux ensemble ; au sg. collect. qui concerne deux personnes ou deux choses ensemble.
Étymologie: σύν, ἀμφότεροι.
Greek (Liddell-Scott)
συναμφότεροι: -αι, -α, ἀμφότεροι ὁμοῦ, Θέογν. 818, Ἡρόδ. 1. 147., 3. 97, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· τὰ ξ. Πλάτ. Φίληβ. 46C, κτλ. 2) ἑνικ., ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, ὁ ξ. βίος αὐτόθι 22Α· τὸ ξ. = συναμφότεροι, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 209Β, ἐν Τιμ. 87Ε ἢ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 400C· τοῦτο συναμφότερον, ἡ ἡνωμένη αὕτη δύναμις, Δημ. 22. 6.
Greek Monotonic
συναμφότεροι: -αι, -α, μαζί και οι δυο, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· ενικ. με περιληπτική σημασία, τὸ ξυναμφότερον = συναμφότεροι, σε Πλάτ.· τοῦτο συναμφότερον, η ενωμένη αυτή δύναμη, σε Δημ.
Middle Liddell
συν-αμφότεροι, αι, α,
both together, Theogn., Hdt., Attic:—sg. in collective sense, τὸ ξ. = συναμφότεροι, Plat.; τοῦτο συναμφότερον this united power, Dem.