ὀπωρινός: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oporinos | |Transliteration C=oporinos | ||
|Beta Code=o)pwrino/s | |Beta Code=o)pwrino/s | ||
|Definition=ὀπωρινή, ὀπωρινόν, of [[ὀπώρα]] or [[late summer]], <b class="b3">ἀστέρ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον</b>, i.e. Sirius, the star whose rising marked the beginning of that season (v. [[ὀπώρα]]), Il.5.5; ἦμαρ 16.385; βορέης 21.346, Od.5.328; ὄμβρος Hes.''Op.''674, 677; ὄρχατοι E. ''Fr.''896; δέλφαξ Ar.''Fr.''506.4; πυλαία ''SIG''239''C''31, al. (Delph., iv B. C.). [In Hom. the last [[syllable]] is always long (by position in Il.21.346), and the penultimate is long also, metri gr.: when the ult. is short, the penultimate also is short, as in Hes.''Op.''674; in Att. ῐ always; cf. [[μετοπωρινός]].] | |Definition=ὀπωρινή, ὀπωρινόν, of [[ὀπώρα]] or [[late summer]], <b class="b3">ἀστέρ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον</b>, i.e. [[Sirius]], the [[star]] whose rising marked the beginning of that season (v. [[ὀπώρα]]), Il.5.5; [[ἦμαρ]] 16.385; βορέης 21.346, Od.5.328; ὄμβρος Hes.''Op.''674, 677; ὄρχατοι E. ''Fr.''896; δέλφαξ Ar.''Fr.''506.4; [[πυλαία]] ''SIG''239''C''31, al. (Delph., iv B. C.). [In Hom. the last [[syllable]] is always long (by position in Il.21.346), and the penultimate is long also, metri gr.: when the ult. is short, the penultimate also is short, as in Hes.''Op.''674; in Att. ῐ always; cf. [[μετοπωρινός]].] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0365.png Seite 365]] herbstlich, zur Jahreszeit [[ὀπώρα]] gehörig, hundstägig; [[ἀστήρ]], d. i. der Sirius, Il. 5, 5; ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει [[ὕδωρ]] [[Ζεύς]], 16, 385; Βορέης, 21, 346, wie Od. 5, 328; Διὸς [[ὄμβρος]], Hes. O. 676; sp. D. – [Die Epiker brauchen ι lang, wenn die letzte Sylbe lang ist, des Verses wegen.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0365.png Seite 365]] [[herbstlich]], zur Jahreszeit [[ὀπώρα]] [[gehörig]], [[hundstägig]]; [[ἀστήρ]], d. i. der Sirius, Il. 5, 5; ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει [[ὕδωρ]] [[Ζεύς]], 16, 385; Βορέης, 21, 346, wie Od. 5, 328; Διὸς [[ὄμβρος]], Hes. O. 676; sp. D. – [Die Epiker brauchen ι lang, wenn die letzte Sylbe lang ist, des Verses wegen.] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀπωρῐνός:''' (иногда ῑ) приходящийся на позднее лето ([[Βορέης]] Hom.; [[ὄμβρος]] Hes.): ἀστὴρ ὀ. Hom. = [[Σείριος]] (см. [[ὀπώρα]] 1). | |elrutext='''ὀπωρῐνός:''' (иногда ῑ) [[приходящийся на позднее лето]] ([[Βορέης]] Hom.; [[ὄμβρος]] Hes.): ἀστὴρ ὀ. Hom. = [[Σείριος]] (см. [[ὀπώρα]] 1). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 06:38, 25 September 2023
English (LSJ)
ὀπωρινή, ὀπωρινόν, of ὀπώρα or late summer, ἀστέρ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, i.e. Sirius, the star whose rising marked the beginning of that season (v. ὀπώρα), Il.5.5; ἦμαρ 16.385; βορέης 21.346, Od.5.328; ὄμβρος Hes.Op.674, 677; ὄρχατοι E. Fr.896; δέλφαξ Ar.Fr.506.4; πυλαία SIG239C31, al. (Delph., iv B. C.). [In Hom. the last syllable is always long (by position in Il.21.346), and the penultimate is long also, metri gr.: when the ult. is short, the penultimate also is short, as in Hes.Op.674; in Att. ῐ always; cf. μετοπωρινός.]
German (Pape)
[Seite 365] herbstlich, zur Jahreszeit ὀπώρα gehörig, hundstägig; ἀστήρ, d. i. der Sirius, Il. 5, 5; ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, 16, 385; Βορέης, 21, 346, wie Od. 5, 328; Διὸς ὄμβρος, Hes. O. 676; sp. D. – [Die Epiker brauchen ι lang, wenn die letzte Sylbe lang ist, des Verses wegen.]
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de la fin de l'été, de l'automne : ὀπωρινὸς ἀστήρ IL la canicule.
Étymologie: ὀπώρα.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωρῐνός: (иногда ῑ) приходящийся на позднее лето (Βορέης Hom.; ὄμβρος Hes.): ἀστὴρ ὀ. Hom. = Σείριος (см. ὀπώρα 1).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρινός: -ή, -όν, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ὀπώρας, ἀκάματον πῦρ, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, δηλ. τῷ Σειρίῳ, οὗ ἡ ἐπιτολὴ ἐσήμαινε τὴν ἔναρξιν ἐκείνης τῆς ὥρας τοῦ ἔτους (ἴδε ὀπώρα), Ἰλ. Ε. 5· ἦμαρ Π. 385· βορέης Φ. 346, Ὀδ. Ε. 328· ὄμβρος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 672, 676· ὄρχατοι Εὐρ. Ἀποσπ. 888 δέλφαξ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421. [Παρ’ Ὁμ., ὅστις μόνον τὰς πλαγίας πτώσεις μεταχειρίζεται, ὅταν ἡ λήγουσα ᾖ μακρά, τότε καὶ ἡ παραλήγουσα πρέπει νὰ ᾖ ὡσαύτως μακρά· - ἀλλ’ ὅταν ἡ λήγουσα ᾖ βραχεῖα, ἡ παραλήγουσα εἶναι ὡσαύτως βραχεῖα, ὡς παρ’ Ἡσ.· παρ’ Ἀττ. ἀείποτε. ῐ πρβλμετοπωρινός]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332.
Greek Monolingual
ὀπωρινός, -ή, -όν (Α) οπώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή της οπώρας ή αυτός που γίνεται κατά την εποχή της οπώρας («μηδὲ μένειν τε οἶvov νέον καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ὀπωρινός: -ή, -όν (ὀπώρα), αυτός που λαμβάνει χώρα κατά την ύστερη περίοδο του καλοκαιριού, ἀστὴρ ὀπωρινός, δηλ. ο Σείριος (πρβλ. ὀπώρα Ι), σε Όμηρ. (ῐ στην Αττ., ῑ στον Όμηρ. πριν από άλλη μακρά συλ.).
Middle Liddell
ὀπωρινός, ή, όν ὀπώρα
at the time of late summer, ἀστὴρ ὀπ., i. e. Sirius (cf. ὀπώρα 1), Hom. [ῐ Attic, ῑ in Hom. before another long syllable]