θηρολέτης: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thiroletis | |Transliteration C=thiroletis | ||
|Beta Code=qhrole/ths | |Beta Code=qhrole/ths | ||
|Definition= | |Definition=θηρολέτου, ὁ, [[slayer of beasts]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">ὄζος ὁ θηρολέτης</b>, of the [[club]] of [[Heracles]], ''APl.''4.104 (Phil.):—fem. [[θηρολέτις]], ιδος, cj. for [[θηρότις]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] ὁ, wilde | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] ὁ, wilde Tiere vernichtend; so heißt die Keule des Herakles Philp. 52 (Plan. 104). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[destructeur de bêtes sauvages]].<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[ὄλλυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηρολέτης''': -ου, ὁ, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία, Ἡσύχ.· [[ὄζος]] ὁ [[θηρολέτης]], ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 4. 104· θηλ. θηρολέτις, ιδος, Ἡσύχ. | |lstext='''θηρολέτης''': -ου, ὁ, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία, Ἡσύχ.· [[ὄζος]] ὁ [[θηρολέτης]], ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 4. 104· θηλ. θηρολέτις, ιδος, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 05:30, 27 October 2023
English (LSJ)
θηρολέτου, ὁ, slayer of beasts, Hsch.; ὄζος ὁ θηρολέτης, of the club of Heracles, APl.4.104 (Phil.):—fem. θηρολέτις, ιδος, cj. for θηρότις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1210] ὁ, wilde Tiere vernichtend; so heißt die Keule des Herakles Philp. 52 (Plan. 104).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
destructeur de bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, ὄλλυμι.
Greek (Liddell-Scott)
θηρολέτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία, Ἡσύχ.· ὄζος ὁ θηρολέτης, ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 4. 104· θηλ. θηρολέτις, ιδος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θηρολέτης, ό και θηλ. θηρολέτις (Α)
1. αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, κυνηγός
2. φρ. «ὄζος ὁ θηρολέτης» — το ρόπαλο του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + ολέτης (< όλλυμι «καταστρέφω»)].
Greek Monotonic
θηρολέτης: -ου, ὁ (ὄλλυμι), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, σε Ανθ. Π.