κοπώδης: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopodis | |Transliteration C=kopodis | ||
|Beta Code=kopw/dhs | |Beta Code=kopw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=κοπῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[wearying]], [[wearing]], [[πυρετοί]] [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Prorrh.''1.142; βάρη Arist.''Pr.''881a19 (Comp.); <b class="b3">βαρὺ καὶ κ.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b>) [[causing pain]], Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. ''Arc.''13: c.gen., <b class="b3">κ. ὑποχονδρίων</b> [[causing pain in]]... Hp.''Acut.''16.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[wearisome]], [[boring]], D.H.''Dem.''58, Plu.2.47f; [[φράσις]] ib. 1011a.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[wearied]], [[worn out]], Hp.''Prorrh.''1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[fatigant]].<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπώδης]], -ες (Α) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί κόπο, [[κοπιαστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε [[κάτι]] («[[κοπώδης]] υποχοδρίων», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]], [[βαρύς]] («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καταπονημένος, κουρασμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπωδέστερον</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — [[είμαι]] περισσότερο καταπονημένος. | |mltxt=[[κοπώδης]], -ες (Α) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί κόπο, [[κοπιαστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε [[κάτι]] («[[κοπώδης]] υποχοδρίων», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]], [[βαρύς]] («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καταπονημένος, κουρασμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπωδέστερον</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — [[είμαι]] περισσότερο καταπονημένος. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[toilsome]]=== | |||
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: [[bewerkelijk]], [[arbeidsintensief]], [[laborieus]]; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: [[arbeitsintensiv]], [[mühselig]], [[mühsam]], [[anstrengend]], [[schwer]]; Ancient Greek: [[ἀτμένιος]], [[βαρύμοχθος]], [[διάπονος]], [[δυσπονής]], [[δύσπονος]], [[ἔμμοχθος]], [[ἔμπονος]], [[ἐπίμοχθος]], [[ἐπίπονος]], [[εὔπονος]], [[καματηρός]], [[καματῶδες]], [[καματώδης]], [[μογερός]], [[ὀιζυρός]], [[ὀϊζυρός]], [[πολύμοχθος]], [[πολύπονος]], [[πονηρός]], [[πονικός]], [[πονόεις]], [[ταλαπενθής]], [[φιλόπονος]]; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: [[laboriosus]]; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: [[laborioso]], [[trabalhoso]]; Romanian: laborios; Russian: [[трудоёмкий]], [[трудный]], [[тяжёлый]], [[напряжённый]], [[утомительный]]; Spanish: [[laborioso]]; Swedish: mödosam, tung | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:00, 1 November 2023
English (LSJ)
κοπῶδες,
A wearying, wearing, πυρετοί v.l. in Hp.Prorrh.1.142; βάρη Arist.Pr.881a19 (Comp.); βαρὺ καὶ κ. (sc. τὸ ὕδωρ) causing pain, Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. Arc.13: c.gen., κ. ὑποχονδρίων causing pain in... Hp.Acut.16.
2 metaph., wearisome, boring, D.H.Dem.58, Plu.2.47f; φράσις ib. 1011a.
II Pass., wearied, worn out, Hp.Prorrh.1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.
German (Pape)
[Seite 1484] ermüdend, mühselig; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
fatigant.
Étymologie: κόπος, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.
Russian (Dvoretsky)
κοπώδης:
1 утомительный, обременительный (βάρη Arst.);
2 перен. тяжелый, тяжеловесный (φράσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κοπώδης: -ες, (εἶδος) κοπιαστικός, φορτικός, ὀχληρός, κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ ὕδωρ) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, βαρύς, Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.
Greek Monolingual
κοπώδης, -ες (Α) κόπος
1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος
2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.)
3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)
4. (με παθ. σημ.) καταπονημένος, κουρασμένος.
επίρρ...
κοπωδέστερον (Α)
φρ. (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — είμαι περισσότερο καταπονημένος.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung