εἰκονοστάσιον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=εἰκονοστάσιον
|Full diacritics=εἰκονοστᾰ́σιον
|Medium diacritics=εἰκονοστάσιον
|Medium diacritics=εἰκονοστάσιον
|Low diacritics=εικονοστάσιον
|Low diacritics=εικονοστάσιον
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[iconostasio]], especie de [[capilla con imágenes o iconos]] εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.<i>in Rh</i>.78.2.
|dgtxt=-ου, τό<br />[[iconostasio]], especie de [[capilla con imágenes o iconos]] εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.<i>in Rh</i>.78.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[εικονοστάσιο]] και [[εικονοστάσι]], το (AM [[εἰκονοστάσιον]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες<br /><b>2.</b> το [[διάφραγμα]], το [[χώρισμα]] [[μεταξύ]] του [[κυρίως]] ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό [[κτίσμα]] στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται [[εικόνα]] ή εικόνες<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χώρος]] στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 10 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονοστᾰ́σιον Medium diacritics: εἰκονοστάσιον Low diacritics: εικονοστάσιον Capitals: ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟΝ
Transliteration A: eikonostásion Transliteration B: eikonostasion Transliteration C: eikonostasion Beta Code: ei)konosta/sion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, shrine, Anon.in Rh.78.2.

Spanish (DGE)

-ου, τό
iconostasio, especie de capilla con imágenes o iconos εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.in Rh.78.2.

Greek Monolingual

εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)
1. το μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες
2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ του κυρίως ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων
νεοελλ.
μικρό κτίσμα στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται εικόνα ή εικόνες
αρχ.
ο χώρος στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.