κλάσμα: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:28, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάσμα Medium diacritics: κλάσμα Low diacritics: κλάσμα Capitals: ΚΛΑΣΜΑ
Transliteration A: klásma Transliteration B: klasma Transliteration C: klasma Beta Code: kla/sma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A fragment, morsel, IG22.1425.347,368, LXX 1 Ki.30.12, D.S.17.13, Ev.Marc.6.43, Plu.TG19, AP6.304 (Phan.), 11.153 (Lucill.); μελάθρων κλάσματα Inscr.Délos400.44 (ii B.C.).
II lesion, rupture, Vett.Val.110.31.

German (Pape)

[Seite 1446] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N.T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau brisé, fragment.
Étymologie: κλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάσμα -τος, τό [κλάω] stuk, brok.

Russian (Dvoretsky)

κλάσμα: ατος τό обломок (sc. τῶν δοράτων Plut.); кусок Anth., NT.

English (Strong)

from κλάω; a piece (bit): broken, fragment.

English (Thayer)

κλασματος, τό (κλάω), a fragment, broken piece: plural, of remnants of food, Xenophon, cyn. 10,5; Diodorus 17,13; Plutarch, Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)

Greek Monolingual

το (AM κλάσμα) κλώ
τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα μονάδας («ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μαθ. ο μη ακέραιος ρητός αριθμός, που γράφεται υπό τη μορφή α/β, όπου ο α λέγεται αριθμητής και ο β παρονομαστής
2
(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. είναι η διαλυτότητα, τα όρια ζέσης και τήξης, με βάση τις οποίες καθίσταται δυνατός ο διαχωρισμός του από το υπόλοιπο μίγμα κατά τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.
μσν.
(για γόνατα) λύγισμα, άρθρωση
μσν.-αρχ.
1. σπάσιμο, θλάση, εξάρθρωση
2. διάρρηξη, εισβολή σε σπίτι
αρχ.
1. τρίμμα, ψίχουλο, απομεινάρι
2. ρήγμα, ρωγμή, χάσμα, ράγισμα.

Greek Monotonic

κλάσμα: -ατος, τό (κλάω), αυτό που σπάζεται, κομμένο κομμάτι, τεμάχιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κλάσμα: τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, τεμάχιον, Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.

Middle Liddell

κλάσμα, ατος, τό, κλάω
that which is broken off, a fragment, morsel, NTest., Plut.

Chinese

原文音譯:kl£sma 克拉士馬
詞類次數:名詞(9)
原文字根:破碎(果效)
字義溯源:片,碎片,餅屑,零碎;源自(κλάω)*=破碎)
出現次數:總共(9);太(2);可(4);路(1);約(2)
譯字彙編
1) 零碎(9) 太14:20; 太15:37; 可6:43; 可8:8; 可8:19; 可8:20; 路9:17; 約6:12; 約6:13

Mantoulidis Etymological

(=κομμάτι). Ἀπό τό κλάω (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fragment

Arabic: قِطْعَة‎, شَقَفَة‎, كَسْرَة‎; Hijazi Arabic: قِطْعة‎, شَقْفة‎, كَسْرة‎; Armenian: կտոր; Belarusian: аскепак, аскалёпак, асколак, фрагмент, фрагмэнт, абломак, адломак, зломак, кусок; Bulgarian: къс, парче, отломък, фрагмент; Catalan: fragment; Chinese Mandarin: 碎片, 碎屑, 斷片/断片, 碴兒/碴儿; Czech: úlomek, fragment, zlomek, střep; Danish: fragment; Dutch: fragment; Esperanto: fragmento; Finnish: sirpale, osanen, fragmentti; French: fragment; Galician: fragmento, retrinco; German: Fragment, Bruchstück; Greek: θραύσμα; Ancient Greek: ἀγή, ἄγμα, ἄγος, ἀπόθραυσμα, ἀπόκομμα, ἀπορραγάς, ἀπόρρηγμα, ἀποσμίλευμα, ἀποσπάδιον, ἀποσπάραγμα, ἀπόσπασμα, ἀποσπασμάτιον, ἀριθμός, δρύφος, θραῦμα, θραῦσμα, κλάσμα; Hebrew: פָּרוּר‎, רְסִיס‎; Hungarian: töredék, darab; Indonesian: fragmen; Irish: boim; Italian: frammento; Japanese: 断片, 破片, フラグメント, 欠片; Kazakh: фрагмент, үзік, үзiндi; Korean: 조각, 파편(破片); Kurdish Central Kurdish: لەت‎; Latin: fragmen, fragmentum; Macedonian: одломка; Malay: serpihan, fragmen; Maori: mōrohe, mōtete, kuru, rutunga, kongakonga, kora, korakora, tūāporo, porohanga, rutunga, tīmokamoka; Norwegian Bokmål: fragment, bruddstykke; Nynorsk: fragment; Old English: ġebrot; Old Norse: brot; Persian: قطعه‎, پارچه‎; Polish: odłamek, ułamek, fragment; Portuguese: fragmento; Romanian: bucată, fragment, fărâmă, crâmpei; Russian: осколок, обломок, кусок, фрагмент; Sanskrit: खण्ड; Scots: pran; Scottish Gaelic: bìdeag, criomag, mìr; Serbo-Croatian Cyrillic: фра̀гмент, у̀ломак, о̀дломак, ко̀ма̄д; Roman: fràgment, ùlomak, òdlomak, kòmād; Slovak: úlomok, zlomok, kúsok, fragment; Slovene: drobec; Spanish: fragmento; Swedish: fragment; Tajik: порча; Turkish: parça, bölüm, kısım, kırıntı; Ukrainian: шмат, шматок, кусок, кусень, фрагмент, уламок, кусок; Uyghur: پارچە‎‎; Uzbek: parcha; Yiddish: פֿראַגמענט‎