ἐπαρίστερος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eparisteros
|Transliteration C=eparisteros
|Beta Code=e)pari/steros
|Beta Code=e)pari/steros
|Definition=ἐπαρίστερον,<br><span class="bld">A</span> [[towards the left]], [[on the left hand]], <b class="b3">τὰ ἐπαρίστερα</b> (nisi scrib. <b class="b3">ἐπ' ἀρ-</b>) [[Herodotus|Hdt.]]2.36,93,4.191; but ἐπὶ τὰ ἀριστερά Id.2.36.<br><span class="bld">2</span> [[written from right to left]], Tab.Defix.67a8 (iii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[left-handed]], D.C.72.19: usually metaph., '[[gauche]]', Ephipp.23; ἐ. ἔμαθες γράμματα [[at the wrong end]], Theognet.1.7; βουλεύματα D.S.8''Fr.''5; <b class="b3">ἐ. Κάτωνες</b> [[awkward]] imitators of Cato, Plu.''Cat.Ma.''19. Adv. [[ἐπαριστέρως]], λαμβάνειν τι Men.325.2; τὴν τύχην δεξιὰν παρισταμένην ἐ. λαμβάνειν Plu.2.467c.
|Definition=ἐπαρίστερον,<br><span class="bld">A</span> [[towards the left]], [[on the left hand]], <b class="b3">τὰ ἐπαρίστερα</b> (nisi scrib. <b class="b3">ἐπ' ἀρ-</b>) [[Herodotus|Hdt.]]2.36,93,4.191; but [[ἐπὶ τὰ ἀριστερά]] Id.2.36.<br><span class="bld">2</span> [[written from right to left]], Tab.Defix.67a8 (iii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[left-handed]], D.C.72.19: usually metaph., '[[gauche]]', Ephipp.23; ἐ. ἔμαθες γράμματα [[at the wrong end]], Theognet.1.7; βουλεύματα D.S.8''Fr.''5; <b class="b3">ἐπαρίστεροι Κάτωνες</b> [[awkward]] [[imitator]]s of [[Cato]], Plu.''Cat.Ma.''19. Adv. [[ἐπαριστέρως]] = [[on the left]], [[clumsily]], [[awkwardly]], λαμβάνειν τι Men.325.2; τὴν τύχην δεξιὰν παρισταμένην ἐ. λαμβάνειν Plu.2.467c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:24, 19 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρίστερος Medium diacritics: ἐπαρίστερος Low diacritics: επαρίστερος Capitals: ΕΠΑΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: eparísteros Transliteration B: eparisteros Transliteration C: eparisteros Beta Code: e)pari/steros

English (LSJ)

ἐπαρίστερον,
A towards the left, on the left hand, τὰ ἐπαρίστερα (nisi scrib. ἐπ' ἀρ-) Hdt.2.36,93,4.191; but ἐπὶ τὰ ἀριστερά Id.2.36.
2 written from right to left, Tab.Defix.67a8 (iii B. C.).
II left-handed, D.C.72.19: usually metaph., 'gauche', Ephipp.23; ἐ. ἔμαθες γράμματα at the wrong end, Theognet.1.7; βουλεύματα D.S.8Fr.5; ἐπαρίστεροι Κάτωνες awkward imitators of Cato, Plu.Cat.Ma.19. Adv. ἐπαριστέρως = on the left, clumsily, awkwardly, λαμβάνειν τι Men.325.2; τὴν τύχην δεξιὰν παρισταμένην ἐ. λαμβάνειν Plu.2.467c.

German (Pape)

[Seite 904] links; übertr., linkisch, ungeschickt, Gegensatz ἀμφιδέξιος, Ath. IV, 179 f u. a. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 259, wo es wie Poll. 2, 160 als ein schlechtes Wort verworfen wird; ἐπαρίστερ' ἔμαθες γράμματα Theognet. Ath. XV, 671 b. – Adv., λαμβάνεις Men. Clem. Al. strom. 2 p. 181; Plut. tranquill. an. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est à gauche;
2 fig. gauche, maladroit.
Étymologie: ἐπί, ἀριστερός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰρίστερος:
1 находящийся слева: τὰ ἐπαρίστερα, v.l. τὰ ἐπ᾽ ἀριστερά (sc. μέρη) Her. левая часть;
2 неловкий, неумелый, неуклюжий, Arst., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰρίστερος: -ον, πρὸς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, πρὸς τὰ ἀριστερά, τὰ ἐπαρίστερα Ἡρόδ. 2. 93., 4. 191· ἀλλ, ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ ὁ αὐτὸς 2. 36. ΙΙ. μεταφ., ἀδέξιος, ἀνεπιτήδιος, ἀνάποδος, ἐπαρίστερ’ ἐν τῷ στόματι τὴν γλῶτταν φορεῖς Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 3· ἐπαρίστερ’ ἔμαθες, ὦ πόνηρε, γράμματα Θεόγνητος ἐν «Φάσμασι» 1. 7· βουλεύματα Διοδ. Ἀποσπ. (Ἐκλογ. Βατ.) σ. 5· ἐπαρίστεροι Κάτωνες, ἀδέξιοι μιμηταὶ τοῦ Κάτωνος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 19. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαρίστερα· κακά. ἀηδῆ». - Ἐπίρρ. λαμβάνειν τι ἐπαριστέρως Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1 (ἔνθα ὁ Meineke ἔχει ἐπαριστερῶς)· πρβλ. Πλούτ. 2. 467C. - Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 259.

Greek Monolingual

ἐπαρίστερος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά
2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά
3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης
4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.)
5. επίρρ. ἐπαριστέρως
αδέξια, ανεπιτήδεια.

Greek Monotonic

ἐπᾰρίστερος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, στο αριστερό χέρι, τὰ ἐπαρίστερα, ως επίρρ., Ηρόδ.
II. μεταφ., αδέξιος, ακατάλληλος, ατζαμής, Γαλλ. gauche, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπ-ᾰρίστερος, ον
I. towards the left, on the left hand, τὰ ἐπαρίστερα as adv., Hdt.
II. metaph. lefthanded, awkward, French gauche, Plut.