κατοικία: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
m (Text replacement - "dwelling-place" to "dwelling place")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoikia
|Transliteration C=katoikia
|Beta Code=katoiki/a
|Beta Code=katoiki/a
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[habitation]], βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; [[farm]], [[village]], Plb.2.32.4, etc.: generally, [[dwelling-place]], Act.Ap.17.26; [[domicile]], Mitteis ''Chr.''31 i 23 (ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[settlement]], [[colony]], Str.5.4.11; especially of [[military colonies]] in Egypt, ''PTeb.''61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. [[colonia]], Str.6.2.5, Plu.''Ant.''16,App.''BC''5.19; <b class="b3">κατοικίαι πόλεων</b> [[foundation of colonies]], Plu.''Pomp.''47.<br><span class="bld">3</span> [[body of residents in a foreign city]], ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων ''IGRom.''4.834.
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[habitation]], βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; [[farm]], [[village]], Plb.2.32.4, etc.: generally, [[dwelling place]], Act.Ap.17.26; [[domicile]], Mitteis ''Chr.''31 i 23 (ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[settlement]], [[colony]], Str.5.4.11; especially of [[military colonies]] in Egypt, ''PTeb.''61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. [[colonia]], Str.6.2.5, Plu.''Ant.''16,App.''BC''5.19; <b class="b3">κατοικίαι πόλεων</b> [[foundation of colonies]], Plu.''Pomp.''47.<br><span class="bld">3</span> [[body of residents in a foreign city]], ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων ''IGRom.''4.834.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:21, 13 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικία Medium diacritics: κατοικία Low diacritics: κατοικία Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Transliteration A: katoikía Transliteration B: katoikia Transliteration C: katoikia Beta Code: katoiki/a

English (LSJ)

ἡ,
A habitation, βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; farm, village, Plb.2.32.4, etc.: generally, dwelling place, Act.Ap.17.26; domicile, Mitteis Chr.31 i 23 (ii B.C.).
2 settlement, colony, Str.5.4.11; especially of military colonies in Egypt, PTeb.61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. colonia, Str.6.2.5, Plu.Ant.16,App.BC5.19; κατοικίαι πόλεων foundation of colonies, Plu.Pomp.47.
3 body of residents in a foreign city, ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων IGRom.4.834.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, Wohnung, Ansiedlung, Colonie; Strab. V, 249 u. öfter; Plut. Ant. 16; πόλεων Pomp. 47; τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Pol. 5, 78, 4, bei dem es auch Landhäuser bedeutet, 2, 32, 4. 5, 77, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
établissement d'une colonie ; colonie;
NT: lieu d'habitation, habitat.
Étymologie: κατά, οἰκία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικία -ας, ἡ [κάτοικος] woonplaats. NT. (stichting van een) kolonie:. κατοικίας πόλεων... ἔγραφεν hij stelde stichting van kolonies voor Plut. Pomp. 47.5.

Russian (Dvoretsky)

κατοικία:
1 заселение, колонизация (τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Polyb.);
2 основание, закладывание (κατοικίαι πόλεων Plut.);
3 селение, поселок, деревня (αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.).

English (Strong)

residence (properly, the condition; but by implication, the abode itself): habitation.

English (Thayer)

κατοικίας, ἡ (κατοικέω), dwelling, habitation: Sept.; Polybius 2,32, 4; Strabo, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

και κατοικία, η (AM κατοικία) κατοικώ
1. χώρος περίφρακτος και στεγασμένος στον οποίο διαμένει κάποιος, το οικοδόμημα στο οποίο κατοικεί κάποιος, το σπίτι
2. ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, τόπος διαμονής (α. «έχει την κατοικία του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κατοικίαν», Στράβ.)
μσν.
φρ. «στήνω κατοικία» — εγκαθίσταμαι
μσν.-αρχ.
1. κοινωνικό σύνολο, κοινωνία
2. κατοίκηση, διαμονή («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», Πολ.)
αρχ.
1. αποικία («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», Στράβ.)
2. σύνολο ανθρώπων από κάποια φυλή που κατοικούν σε ξένη χώρα.

Greek Monotonic

κατοικία: ἡ, τόπος διαμονής, αποικία· ίδρυση αποικίας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικία: ἡ, τόπος, εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― ἀγροκήπιον, χωρίον, ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) πολίχνη, κώμη, ἀποικία, Στράβ. 246. 249, κτλ.·― ὡσαύτως ἵδρυσις ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.

Middle Liddell

κατοικία, ἡ, [from κατοικέω
a settlement, colony: the foundation of a colony, Plut.

Chinese

原文音譯:katoik„a 卡胎企阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下 家
字義溯源:住處^,居住,居所。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
同義字:1) (ὄρνεον)住處 2) (ὄρινξ / ὄρνις)住處,居住 3) (οἰκητήριον)住所,房屋 4) (σκηνή)帳棚
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 居住(1) 徒17:26