φύσημα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἐπίνοια" to "Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἔπαρσις, ἐπίνοια")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fysima
|Transliteration C=fysima
|Beta Code=fu/shma
|Beta Code=fu/shma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is blown]] or [[produced by blowing]], <b class="b3">φ. ἀνεὶς δύστλητον</b> a hard-drawn [[breath]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1438</span>; <b class="b3">δνοφώδη . . αἰθέρος φυσήματα</b>, of stormy [[blasts]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>79</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>440</span>; <b class="b3">πόντιον φ</b>. the [[roaring]] of the sea, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span> 1211</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that which is blown up]], of half-formed shells, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>9.108</span>; <b class="b3">δούρειον . . χῆνα τῷ φυσήματι</b> like the Trojan horse (δούρειος ἵππος) [[in inflation]], i.e. [[stuffed]], <span class="bibl">Diph.90</span>: [[state of inflation]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[blowing]], [[puffing]], [[snorting]], of a horse, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>11.12</span>: metaph., [[conceit]], πολιτικὸν φ. φυσῶντες Pl.<span class="title">Alc.</span>2.145e; γέμοντες ὄγκου καὶ φ. Plu.2.39d; and, in double sense, of a flute-player, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Hyp. ap. <span class="bibl">Ath.13.591f</span>; ῥήματα . . ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>825</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> <b class="b3">μέλανος αἵματος φυσήματα</b> black blood [[blown from the nostrils]], of newly slaughtered cattle, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1114</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">V</span> [[pine-resin]], Gal.13.475, <span class="bibl">Aët. 15.3</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is blown]] or [[produced by blowing]], <b class="b3">φ. ἀνεὶς δύστλητον</b> a hard-drawn [[breath]], E.''Ph.''1438; <b class="b3">δνοφώδη.. αἰθέρος φυσήματα</b>, of stormy [[blasts]], Id.''Tr.''79, cf. ''Rh.''440; <b class="b3">πόντιον φ.</b> the [[roaring]] of the sea, Id.''Hipp.'' 1211.<br><span class="bld">II</span> [[that which is blown up]], of half-formed shells, Plin. ''HN''9.108; <b class="b3">δούρειον.. χῆνα τῷ φυσήματι</b> like the Trojan horse (δούρειος ἵππος) [[in inflation]], i.e. [[stuffed]], Diph.90: [[state of inflation]], Luc.''Cont.''19.<br><span class="bld">III</span> [[blowing]], [[puffing]], [[snorting]], of a horse, X.''Eq.''11.12: metaph., [[conceit]], πολιτικὸν φ. φυσῶντες Pl.''Alc.''2.145e; γέμοντες ὄγκου καὶ φ. Plu.2.39d; and, in double sense, of a flute-player, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Hyp. ap. Ath.13.591f; ῥήματα.. ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι Ar.''Ra.''825 (lyr.).<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">μέλανος αἵματος φυσήματα</b> black blood [[blown from the nostrils]], of newly slaughtered cattle, E.''IA''1114.<br><span class="bld">V</span> [[pine-resin]], Gal.13.475, Aët. 15.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύστλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον [[ἐπάγω]] χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst [[ῥητίνη]] πιτυΐνη.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύστλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον [[ἐπάγω]] χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst [[ῥητίνη]] πιτυΐνη.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[grondement de la mer]];<br /><b>2</b> [[exhalaison]], [[sang qui s'échappe en bouillonnant]].<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φύσημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1</b> [[дыхание]]: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;<br /><b class="num">2</b> [[дуновение]], [[веяние]] (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;<br /><b class="num">3</b> [[клокотание]], [[бурление]]: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;<br /><b class="num">4</b> [[храпение]], [[храп]] (τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">5</b> [[вздутие]], [[пузырь]]: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;<br /><b class="num">6</b> [[надутость]], [[спесь]] ([[ὄγκος]] καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. [[φυσάω]] 8.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύσημα''': τό, (φῡσάω) ὡς καὶ νῦν, φ. ἀνεὶς δύστλητον, πνοὴν μετὰ δυσχερείας γινομένην, Εὐρ. Φοίν. 1438· δνοφώδη... αἰθέρος φυσήματα, ἐπὶ τῶν προσβολῶν καταιγίδος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 79, πρβλ. Ρῆσον 440· πόντιον φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1211. ΙΙ. τὸ φυσώμενον ἢ φουσκωνόμενον, [[φυσαλλίς]], [[πομφόλυξ]], Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19· ἐπὶ ὀστράκων κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσχηματισμένων, Πλίν. 9. 54· ― παρὰ Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι, χῆνα ὁμοίαν πρὸς τὸν δούρειον ἵππον κατὰ τὸ φούσκωμα, δηλ. χῆνα παραγεμιστὴν ὡς ὁ δούρειος [[ἵππος]]. ΙΙΙ. [[φύσημα]] ἰσχυρόν, [[φρύαγμα]], ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 12· μεταφ., [[ἀλαζονεία]], «φούσκωμα», Πλάτ. Ἀλκ. 2. 145Ε, Πλούτ.· καὶ μετὰ διπλῆς σημασίας ἐπὶ αὐλητοῦ, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 591F· ἴδε [[φυσάω]] Ι. ΙV. μέλανος αἵματος φυσήματα, μαῦρον [[αἷμα]] ἐκφυσώμενον ἐκ τῶν μυκτήρων τῶν νεωστὶ ἐσφαγμένων βοῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1114. V. παρὰ Γαληνῷ = [[ῥητίνη]] πιτυΐνη.
|lstext='''φύσημα''': τό, (φῡσάω) ὡς καὶ νῦν, φ. ἀνεὶς δύστλητον, πνοὴν μετὰ δυσχερείας γινομένην, Εὐρ. Φοίν. 1438· δνοφώδη... αἰθέρος φυσήματα, ἐπὶ τῶν προσβολῶν καταιγίδος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 79, πρβλ. Ρῆσον 440· πόντιον φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1211. ΙΙ. τὸ φυσώμενον ἢ φουσκωνόμενον, [[φυσαλλίς]], [[πομφόλυξ]], Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19· ἐπὶ ὀστράκων κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσχηματισμένων, Πλίν. 9. 54· ― παρὰ Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι, χῆνα ὁμοίαν πρὸς τὸν δούρειον ἵππον κατὰ τὸ φούσκωμα, δηλ. χῆνα παραγεμιστὴν ὡς ὁ δούρειος [[ἵππος]]. ΙΙΙ. [[φύσημα]] ἰσχυρόν, [[φρύαγμα]], ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 12· μεταφ., [[ἀλαζονεία]], «φούσκωμα», Πλάτ. Ἀλκ. 2. 145Ε, Πλούτ.· καὶ μετὰ διπλῆς σημασίας ἐπὶ αὐλητοῦ, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 591F· ἴδε [[φυσάω]] Ι. ΙV. μέλανος αἵματος φυσήματα, μαῦρον [[αἷμα]] ἐκφυσώμενον ἐκ τῶν μυκτήρων τῶν νεωστὶ ἐσφαγμένων βοῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1114. V. παρὰ Γαληνῷ = [[ῥητίνη]] πιτυΐνη.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> grondement de la mer;<br /><b>2</b> exhalaison, sang qui s'échappe en bouillonnant.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύσημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[дыхание]]: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;<br /><b class="num">2)</b> [[дуновение]], [[веяние]] (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;<br /><b class="num">3)</b> [[клокотание]], [[бурление]]: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;<br /><b class="num">4)</b> [[храпение]], [[храп]] (τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[вздутие]], [[пузырь]]: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;<br /><b class="num">6)</b> [[надутость]], [[спесь]] ([[ὄγκος]] καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. [[φυσάω]] 8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[blast]], [[breath]], [[snort]]
|woodrun=[[blast]], [[breath]], [[snort]]
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[soplo]] φύσα αʹ ἀπὸ τῶν ἄκρων τῶν ποδῶν ἀφαίρων τὸ φ. ἕως τοῦ προσώπου <b class="b3">sopla una vez, enviando el soplo desde las puntas de los pies hasta la cara</b> P IV 3083 ἰδὼν δὲ τὴν δεῖνα τρὶς φ. ποίει μακρὸν εἰς αὐτὴν ἀτενίζων <b class="b3">al verla da tres veces un soplo fuerte mirándola fijamente (en un encantamiento amoroso) </b> P X 21
}}
{{trml
|trtx====[[arrogance]]===
Albanian: arrogancë; Arabic: تَكَبُّر‎; Aramaic: ܫܘܩܠܐ‎; Armenian: մեծամտություն; Azerbaijani: təkəbbür; Belarusian: заразумеласць, ганарыстасць; Bulgarian: високомерие, надменност, арогантност; Catalan: arrogància; Chinese Mandarin: 傲慢; Czech: domýšlivost, arogance; Danish: arrogance, hovmod; Dutch: [[arrogantie]], [[aanmatiging]]; Faroese: hugmóð, stórlæti, arrogansa; Finnish: arroganssi, arroganttius, kopeus, koppavuus, pöyhkeys, röyhkeys, ylimielisyys; French: [[arrogance]]; Galician: fachenda, fenolía, entono, inchazo, esfouto, bravosidade; German: [[Arroganz]], [[Dünkel]], [[Hochmut]], [[Überheblichkeit]]; Greek: [[αλαζονεία]], [[υπεροψία]]; Ancient Greek: [[ἀγερωχία]], [[ἀγηνορία]], [[ἀγηνορίη]], [[ἁλιφροσύνη]], [[ἀπόνοια]], [[ἄρσις]], [[ἀτασθαλία]], [[ἀτασθαλίη]], [[αὐθάδεια]], [[αὐθαδιασμός]], [[αὐθάδισμα]], [[αὐταρέσκεια]], [[βαρύτης]], [[βρένθος]], [[γαυρίαμα]], [[γαυρότης]], [[ἐμφυσίωσις]], [[ἐξανάστασις]], [[ἐπιπολασμός]], [[θρασύτης]], [[λαμυρία]], [[λῆμα]], [[μεγαλαύχημα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληνορία]], [[μεγαλοδοξία]], [[μεγαλοψυχία]], [[περιοψία]], [[στρῆνος]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ σεμνόν]], [[τὸ ὑπερήφανον]], [[ὑπερβίη]], [[ὑπερβολία]], [[ὑπερηνορέη]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑπεροψία]], [[ὑπερφροσύνη]], [[φρόνημα]], [[φρονηματισμός]], [[φρόνησις]], [[φῦσα]], [[φύσημα]], [[φυσίωσις]], [[χαύνωσις]], [[χλιδή]]; Hebrew: יְהִירוּת‎, עתק‎ rhet.; Hindi: अभिमान, घमंड; Hungarian: arrogancia, gőg, fennhéjázás, önhittség, önteltség, önelégültség, pökhendiség, rátartiság, nagyképűség, felfuvalkodottság, fölényesség; Icelandic: gikksháttur; Irish: borrachas, anuaill; Italian: [[arroganza]]; Japanese: 高慢, 傲慢; Kabuverdianu: farrónpa; Korean: 거만(倨慢); Ladino: altigueza; Latin: [[superbia]]; Latvian: augstprātība, augstprātīgums, uzpūtība, uzpūtīgums; Lithuanian: arogancija, išdidumas, pasipūtimas, akiplėšiškumas; Macedonian: ароганција; Malayalam: അഹങ്കാരം; Norwegian Bokmål: arroganse; Nynorsk: arroganse; Ottoman Turkish: تكبر‎; Polish: arogancja; Portuguese: [[arrogância]], [[soberba]], [[altivez]]; Romanian: trufie, mândrie, aroganță; Russian: [[заносчивость]], [[высокомерие]], [[надменность]], [[спесь]], [[гордыня]], [[кичливость]], [[чванливость]]; Scottish Gaelic: uaill, àrdan, ladarnas, dànadas, sodal; Serbo-Croatian Cyrillic: арога̀нција; Roman: arogàncija; Slovak: domýšľavosť, arogancia; Slovene: domišljavost; Spanish: [[arrogancia]], [[soberbia]], [[altanería]], [[altivez]]; Swedish: arrogans, högmod; Tibetan: རྒྱགས་པ; Tocharian B: śarwarñe, amāṃ; Turkish: kibir, tekebbür; Ugaritic: 𐎂𐎀𐎐; Ukrainian: зарозумі́лість, гордовитість, пихатість, чванькуватість (čvanʹku
===[[conceit]]===
Armenian: ինքնահավանություն; Bulgarian: самонадеяност; Chinese Mandarin: 自負/自负; Czech: namyšlenost, nafoukanost, domýšlivost; Dutch: [[verwaandheid]], [[ijdelheid]], [[hoogmoed]]; Finnish: omahyväisyys, itserakkaus; French: [[vanité]], [[orgueil]]; German: [[Einbildung]], [[Dünkel]], [[Eigendünkel]], [[Arroganz]], [[Eingebildetheit]], [[Süffisanz]], [[Selbstgefälligkeit]], [[Krattel]]; Greek: [[έπαρση]], [[αλαζονεία]], [[ξιπασιά]], [[ψώνιο]], [[ψώνισμα]]; Ancient Greek: [[γαυρίαμα]], [[δόκησις]], [[ἔπαρσις]], [[ἐπίνοια]], [[ἱπποτυφία]], [[κατοίησις]], [[κενοδοξία]], [[οἴημα]], [[οἴησις]], [[τῦφος]], [[ὑπόληψις]], [[φῦσα]], [[φύσημα]], [[χαυνότης]]; Hebrew: התנפחות‎; Hungarian: beképzeltség, önhittség, önteltség, önelégültség; Irish: ainionadh, anbharúil, postúlacht; Italian: [[presunzione]], [[vanità]]; Japanese: うぬぼれ, 自惚れ; Latvian: iedomība, uzpūtība, uzpūtīgums; Maori: whakahīhī; Portuguese: [[presunção]], [[vaidade]]; Romanian: trufie, vanitate; Russian: [[самомнение]], [[тщеславие]], [[гонор]], [[чванство]], [[самонадеянность]]; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мишљено̄ст; Roman: ùmišljenōst; Spanish: [[engreimiento]], [[vanidad]], [[presunción]], [[ego]]; Swahili: kiburi; Swedish: fåfänga; Tocharian B: śāmpa; Vietnamese: ngã mạn
}}
}}

Latest revision as of 12:43, 20 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσημα Medium diacritics: φύσημα Low diacritics: φύσημα Capitals: ΦΥΣΗΜΑ
Transliteration A: phýsēma Transliteration B: physēma Transliteration C: fysima Beta Code: fu/shma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is blown or produced by blowing, φ. ἀνεὶς δύστλητον a hard-drawn breath, E.Ph.1438; δνοφώδη.. αἰθέρος φυσήματα, of stormy blasts, Id.Tr.79, cf. Rh.440; πόντιον φ. the roaring of the sea, Id.Hipp. 1211.
II that which is blown up, of half-formed shells, Plin. HN9.108; δούρειον.. χῆνα τῷ φυσήματι like the Trojan horse (δούρειος ἵππος) in inflation, i.e. stuffed, Diph.90: state of inflation, Luc.Cont.19.
III blowing, puffing, snorting, of a horse, X.Eq.11.12: metaph., conceit, πολιτικὸν φ. φυσῶντες Pl.Alc.2.145e; γέμοντες ὄγκου καὶ φ. Plu.2.39d; and, in double sense, of a flute-player, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Hyp. ap. Ath.13.591f; ῥήματα.. ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι Ar.Ra.825 (lyr.).
IV μέλανος αἵματος φυσήματα black blood blown from the nostrils, of newly slaughtered cattle, E.IA1114.
V pine-resin, Gal.13.475, Aët. 15.3.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύστλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον ἐπάγω χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 μέλανος αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst ῥητίνη πιτυΐνη.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 grondement de la mer;
2 exhalaison, sang qui s'échappe en bouillonnant.
Étymologie: φυσάω.

Russian (Dvoretsky)

φύσημα: ατος (ῡ) τό
1 дыхание: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;
2 дуновение, веяние (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;
3 клокотание, бурление: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;
4 храпение, храп (τῶν ἵππων Xen.);
5 вздутие, пузырь: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;
6 надутость, спесь (ὄγκος καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. φυσάω 8.

Greek (Liddell-Scott)

φύσημα: τό, (φῡσάω) ὡς καὶ νῦν, φ. ἀνεὶς δύστλητον, πνοὴν μετὰ δυσχερείας γινομένην, Εὐρ. Φοίν. 1438· δνοφώδη... αἰθέρος φυσήματα, ἐπὶ τῶν προσβολῶν καταιγίδος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 79, πρβλ. Ρῆσον 440· πόντιον φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1211. ΙΙ. τὸ φυσώμενον ἢ φουσκωνόμενον, φυσαλλίς, πομφόλυξ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19· ἐπὶ ὀστράκων κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσχηματισμένων, Πλίν. 9. 54· ― παρὰ Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι, χῆνα ὁμοίαν πρὸς τὸν δούρειον ἵππον κατὰ τὸ φούσκωμα, δηλ. χῆνα παραγεμιστὴν ὡς ὁ δούρειος ἵππος. ΙΙΙ. φύσημα ἰσχυρόν, φρύαγμα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 12· μεταφ., ἀλαζονεία, «φούσκωμα», Πλάτ. Ἀλκ. 2. 145Ε, Πλούτ.· καὶ μετὰ διπλῆς σημασίας ἐπὶ αὐλητοῦ, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 591F· ἴδε φυσάω Ι. ΙV. μέλανος αἵματος φυσήματα, μαῦρον αἷμα ἐκφυσώμενον ἐκ τῶν μυκτήρων τῶν νεωστὶ ἐσφαγμένων βοῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1114. V. παρὰ Γαληνῷ = ῥητίνη πιτυΐνη.

Spanish

soplo

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φυσῶ
1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα της μύτης» β. «στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.)
2. το ρεύμα, η πνοή του ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β. «πέμψει γνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. φυσιολογικός ή παθολογικός ήχος που γίνεται αντιληπτός κατά την ακρόαση τών πνευμόνων, της καρδιάς ή τών μεγάλων αιμοφόρων αγγείων και αποτελεί διαγνωστικό στοιχείο για νόσους τών οργάνων αυτών (α. «πνευμονικό φύσημα» β. «καρδιακό φύσημα» γ. «αρτηριακό φύσημα»)
2. φρ. «πήρε φύσημα» — διώχθηκε από τη δουλειά του ή από τη θέση του
μσν.-αρχ.
φούσκωμα, αλαζονεία («ἀνδρῶν ῥητορικῶν πολιτικὸν φύσημα φυσώντων», Πλάτ.)
αρχ.
1. φυσαλλίδα, φούσκα
2. όστρακο που δεν έχει τελείως σχηματιστεί
3. το ρετσίνι του πεύκου
4. φρ. α) «πόντιον φύσημα» — ο παφλασμός της θάλασσας (Ευρ.)
β) «δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι» — χήνα παραγεμιστή (Δίφιλ. Σ.).

Greek Monotonic

φύσημα: -ατος, τό (φῡσάω)·
I. αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το φύσημα, φύσημα δύστλητον, δυσχερής αναπνοή, σε Ευρ.· δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα, ισχυρό φύσημα καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον φύσημα, τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη θάλασσα, σε Ευρ.· μέλανος αἵματος φυσήματα, μαύρο αίμα που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη σφαγή μικρών βοοειδών, στον ίδ.
II. κρατήρας, σε Λουκ.
III. φύσημα, πνοή, ξεφύσημα, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.· μεταφ., αλαζονεία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φύσημα, ατος, τό, [φῡσάω]
I. that which is blown or produced by blowing, φ. δύστλητον a hard-drawn breath, Eur.; δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα, of stormy blasts, Eur.; πόντιον φ. the roaring or raging of the sea, Eur.; μέλανος αἵματος φυσήματα black blood blown from the nostrils, of newly slaughtered cattle, Eur.
II. a bubble, Luc.
III. a blowing, puffing, snorting, of a horse, Xen.: metaph. conceit, Plat.

English (Woodhouse)

blast, breath, snort

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό soplo φύσα αʹ ἀπὸ τῶν ἄκρων τῶν ποδῶν ἀφαίρων τὸ φ. ἕως τοῦ προσώπου sopla una vez, enviando el soplo desde las puntas de los pies hasta la cara P IV 3083 ἰδὼν δὲ τὴν δεῖνα τρὶς φ. ποίει μακρὸν εἰς αὐτὴν ἀτενίζων al verla da tres veces un soplo fuerte mirándola fijamente (en un encantamiento amoroso) P X 21

Translations

arrogance

Albanian: arrogancë; Arabic: تَكَبُّر‎; Aramaic: ܫܘܩܠܐ‎; Armenian: մեծամտություն; Azerbaijani: təkəbbür; Belarusian: заразумеласць, ганарыстасць; Bulgarian: високомерие, надменност, арогантност; Catalan: arrogància; Chinese Mandarin: 傲慢; Czech: domýšlivost, arogance; Danish: arrogance, hovmod; Dutch: arrogantie, aanmatiging; Faroese: hugmóð, stórlæti, arrogansa; Finnish: arroganssi, arroganttius, kopeus, koppavuus, pöyhkeys, röyhkeys, ylimielisyys; French: arrogance; Galician: fachenda, fenolía, entono, inchazo, esfouto, bravosidade; German: Arroganz, Dünkel, Hochmut, Überheblichkeit; Greek: αλαζονεία, υπεροψία; Ancient Greek: ἀγερωχία, ἀγηνορία, ἀγηνορίη, ἁλιφροσύνη, ἀπόνοια, ἄρσις, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, αὐθάδεια, αὐθαδιασμός, αὐθάδισμα, αὐταρέσκεια, βαρύτης, βρένθος, γαυρίαμα, γαυρότης, ἐμφυσίωσις, ἐξανάστασις, ἐπιπολασμός, θρασύτης, λαμυρία, λῆμα, μεγαλαύχημα, μεγαλαυχία, μεγαληνορία, μεγαλοδοξία, μεγαλοψυχία, περιοψία, στρῆνος, τὸ γαῦρον, τὸ σεμνόν, τὸ ὑπερήφανον, ὑπερβίη, ὑπερβολία, ὑπερηνορέη, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, ὑπερφροσύνη, φρόνημα, φρονηματισμός, φρόνησις, φῦσα, φύσημα, φυσίωσις, χαύνωσις, χλιδή; Hebrew: יְהִירוּת‎, עתק‎ rhet.; Hindi: अभिमान, घमंड; Hungarian: arrogancia, gőg, fennhéjázás, önhittség, önteltség, önelégültség, pökhendiség, rátartiság, nagyképűség, felfuvalkodottság, fölényesség; Icelandic: gikksháttur; Irish: borrachas, anuaill; Italian: arroganza; Japanese: 高慢, 傲慢; Kabuverdianu: farrónpa; Korean: 거만(倨慢); Ladino: altigueza; Latin: superbia; Latvian: augstprātība, augstprātīgums, uzpūtība, uzpūtīgums; Lithuanian: arogancija, išdidumas, pasipūtimas, akiplėšiškumas; Macedonian: ароганција; Malayalam: അഹങ്കാരം; Norwegian Bokmål: arroganse; Nynorsk: arroganse; Ottoman Turkish: تكبر‎; Polish: arogancja; Portuguese: arrogância, soberba, altivez; Romanian: trufie, mândrie, aroganță; Russian: заносчивость, высокомерие, надменность, спесь, гордыня, кичливость, чванливость; Scottish Gaelic: uaill, àrdan, ladarnas, dànadas, sodal; Serbo-Croatian Cyrillic: арога̀нција; Roman: arogàncija; Slovak: domýšľavosť, arogancia; Slovene: domišljavost; Spanish: arrogancia, soberbia, altanería, altivez; Swedish: arrogans, högmod; Tibetan: རྒྱགས་པ; Tocharian B: śarwarñe, amāṃ; Turkish: kibir, tekebbür; Ugaritic: 𐎂𐎀𐎐; Ukrainian: зарозумі́лість, гордовитість, пихатість, чванькуватість (čvanʹku

conceit

Armenian: ինքնահավանություն; Bulgarian: самонадеяност; Chinese Mandarin: 自負/自负; Czech: namyšlenost, nafoukanost, domýšlivost; Dutch: verwaandheid, ijdelheid, hoogmoed; Finnish: omahyväisyys, itserakkaus; French: vanité, orgueil; German: Einbildung, Dünkel, Eigendünkel, Arroganz, Eingebildetheit, Süffisanz, Selbstgefälligkeit, Krattel; Greek: έπαρση, αλαζονεία, ξιπασιά, ψώνιο, ψώνισμα; Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἔπαρσις, ἐπίνοια, ἱπποτυφία, κατοίησις, κενοδοξία, οἴημα, οἴησις, τῦφος, ὑπόληψις, φῦσα, φύσημα, χαυνότης; Hebrew: התנפחות‎; Hungarian: beképzeltség, önhittség, önteltség, önelégültség; Irish: ainionadh, anbharúil, postúlacht; Italian: presunzione, vanità; Japanese: うぬぼれ, 自惚れ; Latvian: iedomība, uzpūtība, uzpūtīgums; Maori: whakahīhī; Portuguese: presunção, vaidade; Romanian: trufie, vanitate; Russian: самомнение, тщеславие, гонор, чванство, самонадеянность; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мишљено̄ст; Roman: ùmišljenōst; Spanish: engreimiento, vanidad, presunción, ego; Swahili: kiburi; Swedish: fåfänga; Tocharian B: śāmpa; Vietnamese: ngã mạn