totalmente: Difference between revisions
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀκεραίως]], [[ἀκράτως]], [[ἄκρως]], [[ἀλανέως]], [[ἅπας]], [[ἁπλῶς]], [[ἀπόπαν]], [[ἄρδην]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπερῶς]], [[ἐκ βάθρων]], [[ἐλλιτές]], [[ἔμπας]], [[ἐνδελιτές]], [[ἐξάπαντος]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]] | |sltx=[[ἀέρδην]], [[ἀκεραίως]], [[ἀκράτως]], [[ἄκρον]], [[ἄκρως]], [[ἀλανέως]], [[ἀπαρτί]], [[ἅπας]], [[ἀπηρτισμένως]], [[ἁπλῶς]], [[ἀπόπαν]], [[ἄρδην]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπερῶς]], [[εἰς τὸ παντελές]], [[ἐκ βάθρων]], [[ἐλλιτές]], [[ἔμπας]], [[ἐνδελιτές]], [[ἐντελέως]], [[ἐντελῶς]], [[ἐξάπαντος]], [[ἐπ' ἀκεραίῳ]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]], [[κατάκρης]], [[ὁλικῶς]], [[ὁλοσχερῶς]], [[πάγχυ]], [[πανσυδίᾳ]], [[πανσυδίῃ]], [[πανσυδίην]], [[παντελέως]], [[παντελῶς]], [[πασσυδίᾳ]], [[πασσυδίῃ]], [[πασσυδίην]], [[πασσύριον]], [[περικειμένως]], [[πληρούντως]], [[συντετελεσμένως]], [[τέλειον]], [[τελείως]], [[τελέως]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:29, 24 January 2024
Spanish > Greek
ἀέρδην, ἀκεραίως, ἀκράτως, ἄκρον, ἄκρως, ἀλανέως, ἀπαρτί, ἅπας, ἀπηρτισμένως, ἁπλῶς, ἀπόπαν, ἄρδην, διὰ τέλους, διαμπερῶς, εἰς τὸ παντελές, ἐκ βάθρων, ἐλλιτές, ἔμπας, ἐνδελιτές, ἐντελέως, ἐντελῶς, ἐξάπαντος, ἐπ' ἀκεραίῳ, κατ' ἄκρας, κατ' ἄκρης, κατάκρας, κατάκρης, ὁλικῶς, ὁλοσχερῶς, πάγχυ, πανσυδίᾳ, πανσυδίῃ, πανσυδίην, παντελέως, παντελῶς, πασσυδίᾳ, πασσυδίῃ, πασσυδίην, πασσύριον, περικειμένως, πληρούντως, συντετελεσμένως, τέλειον, τελείως, τελέως