totalmente: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀκεραίως]], [[ἀκράτως]], [[ἄκρως]], [[ἀλανέως]], [[ἅπας]], [[ἁπλῶς]], [[ἀπόπαν]], [[ἄρδην]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπερῶς]], [[ἐκ βάθρων]], [[ἐλλιτές]], [[ἔμπας]], [[ἐνδελιτές]], [[ἐξάπαντος]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]] | |sltx=[[ἀέρδην]], [[ἀκεραίως]], [[ἀκράτως]], [[ἄκρως]], [[ἀλανέως]], [[ἀπαρτί]], [[ἅπας]], [[ἀπηρτισμένως]], [[ἁπλῶς]], [[ἀπόπαν]], [[ἄρδην]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπερῶς]], [[εἰς τὸ παντελές]], [[ἐκ βάθρων]], [[ἐλλιτές]], [[ἔμπας]], [[ἐνδελιτές]], [[ἐντελέως]], [[ἐντελῶς]], [[ἐξάπαντος]], [[ἐπ' ἀκεραίῳ]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]], [[κατάκρης]], [[ὁλικῶς]], [[ὁλοσχερῶς]], [[πάγχυ]], [[πανσυδίᾳ]], [[πανσυδίῃ]], [[πανσυδίην]], [[παντελέως]], [[παντελῶς]], [[πασσυδίᾳ]], [[πασσυδίῃ]], [[πασσυδίην]], [[πασσύριον]], [[περικειμένως]], [[πληρούντως]], [[συντετελεσμένως]], [[τέλειον]], [[τελείως]], [[τελέως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:33, 24 January 2024
Spanish > Greek
ἀέρδην, ἀκεραίως, ἀκράτως, ἄκρως, ἀλανέως, ἀπαρτί, ἅπας, ἀπηρτισμένως, ἁπλῶς, ἀπόπαν, ἄρδην, διὰ τέλους, διαμπερῶς, εἰς τὸ παντελές, ἐκ βάθρων, ἐλλιτές, ἔμπας, ἐνδελιτές, ἐντελέως, ἐντελῶς, ἐξάπαντος, ἐπ' ἀκεραίῳ, κατ' ἄκρας, κατ' ἄκρης, κατάκρας, κατάκρης, ὁλικῶς, ὁλοσχερῶς, πάγχυ, πανσυδίᾳ, πανσυδίῃ, πανσυδίην, παντελέως, παντελῶς, πασσυδίᾳ, πασσυδίῃ, πασσυδίην, πασσύριον, περικειμένως, πληρούντως, συντετελεσμένως, τέλειον, τελείως, τελέως