ῥιζικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(4)
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rizikos
|Transliteration C=rizikos
|Beta Code=r(iziko/s
|Beta Code=r(iziko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for the root</b>, λόγος Plu.<span class="title">in Hes.</span>84.</span>
|Definition=ῥιζική, ῥιζικόν, [[of the root]] or [[for the root]], λόγος Plu.''in Hes.''84.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] zur Wurzel gehörig, Plut. frg. 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] [[zur Wurzel gehörig]], Plut. frg. 49.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιζικός:''' [[корневой]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥιζικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥίζα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[θεμελιώδης]], [[βασικός]] («ριζική [[διαφωνία]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήρης]] («ριζική [[θεραπεία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «ριζικά τριχίδια»<br /><b>βοτ.</b> τριχίδια που εκφύονται από τη [[ρίζα]] με [[μετατροπή]] ορισμένων επιδερμικών κυττάρων και διευκολύνουν την [[απορρόφηση]]<br />β) «ριζική [[πίεση]]»<br /><b>βοτ.</b> όρος που αναφέρεται στην [[πίεση]] η οποία μπορεί να δημιουργηθεί στα ριζικά συστήματα τών [[φυτών]] [[κατά]] τρόπο ώστε να ωθήσει το [[νερό]] [[προς]] τα [[πάνω]] μέσω τών αγγείων του ξυλώματος<br />γ) «[[ριζικό]] [[κέντρο]]»<br /><b>μαθ.</b> το [[σημείο]] τομής τών τριών ριζικών αξόνων τών τριών κύκλων λαμβανομένων ανά δύο, που έχει την [[ίδια]] [[δύναμη]] ως [[προς]] τους [[τρεις]] κύκλους<br />δ) «[[ριζικός]] [[άξονας]]»<br /><b>μαθ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων που έχουν την [[ίδια]] [[δύναμη]] ως [[προς]] δύο κύκλους<br />ε) «[[ριζικό]] [[φυμάτιο]]»<br /><b>βοτ.</b> ογκωματώδης [[αύξηση]] που παρατηρείται στις ρίζες τών χεδρωπών και ορισμένων άλλων [[φυτών]] ως [[απόκριση]] στην [[προσβολή]] τους από συμβιωτικούς μικροοργανισμούς<br />στ) «[[ριζικός]] [[σωλήνας]]»<br /><b>βοτ.</b> ο [[σωλήνας]] στο [[κέντρο]] της ρίζας τών [[φυτών]] ζ) «[[ριζικό]] [[τμήμα]]» — [[τμήμα]] στις ρίζες τών δοντιών, διά μέσου του οποίου εισέρχεται ο [[πολφός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ριζικό]]<br /><b>μαθ.</b> <b>βλ.</b> [[ριζικό]] (ΙΙ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ριζικό]] (Ι). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριζικώς</i> και <i>ριζικά</i> Ν<br />από τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]], ολοσχερώς («[[πρέπει]] να αλλάξει ριζικά η [[κατάσταση]]»).
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥιζικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥίζα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[θεμελιώδης]], [[βασικός]] («ριζική [[διαφωνία]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήρης]] («ριζική [[θεραπεία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «ριζικά τριχίδια»<br /><b>βοτ.</b> τριχίδια που εκφύονται από τη [[ρίζα]] με [[μετατροπή]] ορισμένων επιδερμικών κυττάρων και διευκολύνουν την [[απορρόφηση]]<br />β) «ριζική [[πίεση]]»<br /><b>βοτ.</b> όρος που αναφέρεται στην [[πίεση]] η οποία μπορεί να δημιουργηθεί στα ριζικά συστήματα τών [[φυτών]] [[κατά]] τρόπο ώστε να ωθήσει το [[νερό]] [[προς]] τα [[πάνω]] μέσω τών αγγείων του ξυλώματος<br />γ) «[[ριζικό]] [[κέντρο]]»<br /><b>μαθ.</b> το [[σημείο]] τομής τών τριών ριζικών αξόνων τών τριών κύκλων λαμβανομένων ανά δύο, που έχει την [[ίδια]] [[δύναμη]] ως [[προς]] τους [[τρεις]] κύκλους<br />δ) «[[ριζικός]] [[άξονας]]»<br /><b>μαθ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων που έχουν την [[ίδια]] [[δύναμη]] ως [[προς]] δύο κύκλους<br />ε) «[[ριζικό]] [[φυμάτιο]]»<br /><b>βοτ.</b> ογκωματώδης [[αύξηση]] που παρατηρείται στις ρίζες τών χεδρωπών και ορισμένων άλλων [[φυτών]] ως [[απόκριση]] στην [[προσβολή]] τους από συμβιωτικούς μικροοργανισμούς<br />στ) «[[ριζικός]] [[σωλήνας]]»<br /><b>βοτ.</b> ο [[σωλήνας]] στο [[κέντρο]] της ρίζας τών [[φυτών]] ζ) «[[ριζικό]] [[τμήμα]]» — [[τμήμα]] στις ρίζες τών δοντιών, διά μέσου του οποίου εισέρχεται ο [[πολφός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ριζικό]]<br /><b>μαθ.</b> <b>βλ.</b> [[ριζικό]] (ΙΙ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ριζικό]] (Ι). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριζικώς</i> και <i>ριζικά</i> Ν<br />από τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]], ολοσχερώς («[[πρέπει]] να αλλάξει ριζικά η [[κατάσταση]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιζικός:''' корневой Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 24 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζικός Medium diacritics: ῥιζικός Low diacritics: ριζικός Capitals: ΡΙΖΙΚΟΣ
Transliteration A: rhizikós Transliteration B: rhizikos Transliteration C: rizikos Beta Code: r(iziko/s

English (LSJ)

ῥιζική, ῥιζικόν, of the root or for the root, λόγος Plu.in Hes.84.

German (Pape)

[Seite 842] zur Wurzel gehörig, Plut. frg. 49.

Russian (Dvoretsky)

ῥιζικός: корневой Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ῥίζαν, Πλουτ. Ἀποσπ. 49, Εὐστ. Πονημάτ. 305. 37, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥιζικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥίζα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα
νεοελλ.
1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία»)
2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία»)
2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια»
βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή ορισμένων επιδερμικών κυττάρων και διευκολύνουν την απορρόφηση
β) «ριζική πίεση»
βοτ. όρος που αναφέρεται στην πίεση η οποία μπορεί να δημιουργηθεί στα ριζικά συστήματα τών φυτών κατά τρόπο ώστε να ωθήσει το νερό προς τα πάνω μέσω τών αγγείων του ξυλώματος
γ) «ριζικό κέντρο»
μαθ. το σημείο τομής τών τριών ριζικών αξόνων τών τριών κύκλων λαμβανομένων ανά δύο, που έχει την ίδια δύναμη ως προς τους τρεις κύκλους
δ) «ριζικός άξονας»
μαθ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων που έχουν την ίδια δύναμη ως προς δύο κύκλους
ε) «ριζικό φυμάτιο»
βοτ. ογκωματώδης αύξηση που παρατηρείται στις ρίζες τών χεδρωπών και ορισμένων άλλων φυτών ως απόκριση στην προσβολή τους από συμβιωτικούς μικροοργανισμούς
στ) «ριζικός σωλήνας»
βοτ. ο σωλήνας στο κέντρο της ρίζας τών φυτών ζ) «ριζικό τμήμα» — τμήμα στις ρίζες τών δοντιών, διά μέσου του οποίου εισέρχεται ο πολφός
3. το ουδ. ως ουσ. το ριζικό
μαθ. βλ. ριζικό (ΙΙ)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. ριζικό (Ι).
επίρρ...
ριζικώς και ριζικά Ν
από τη ρίζα, σύρριζα, ολοσχερώς («πρέπει να αλλάξει ριζικά η κατάσταση»).