νῶκαρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0272.png Seite 272]] αρος, τό, mit Schlaf verbundene Trägheit, Hesych. erkl. [[νύσταξις]] u. νωθεία, tiefer Todesschlaf, Nic. Ther. 189. – Auch adj., VLL, erkl. [[δυσκίνητος]], träg, langsam, u. leiten es von νη u. [[ὀχέω]] ab. Vgl. aber [[κάρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0272.png Seite 272]] αρος, τό, mit Schlaf verbundene [[Trägheit]], Hesych. erkl. [[νύσταξις]] u. [[νωθεία]], tiefer Todesschlaf, Nic. Ther. 189. – Auch adj., VLL, erkl. [[δυσκίνητος]], [[träg]], [[langsam]], u. leiten es von νη u. [[ὀχέω]] ab. Vgl. aber [[κάρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νῶκαρ]], -αρος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[λήθαργος]], [[κώμα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νύσταξις]], [[νώθεια]], [[κακόσχολος]] [[ἔννοια]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και ως επίθ.) [[οκνηρός]], [[δυσκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για αρχαϊκό ουδ. σε -<i>αρ</i> που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>νωκ</i>- του θ. <i>νεκτών [[νέκυς]]-[[νεκρός]]. Το [[γεγονός]] όμως ότι η λ. [[νῶκαρ]] μαρτυρείται [[σχετικώς]] μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την [[άποψη]] ότι το [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- οφείλεται στην [[επίδραση]] της λ. [[κῶμα]], ενώ η κατάλ. -<i>αρ</i> σε [[επίδραση]] τών [[ὄναρ]], [[ὕπαρ]].
|mltxt=[[νῶκαρ]], -αρος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[λήθαργος]], [[κώμα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) «[[νύσταξις]], [[νώθεια]], [[κακόσχολος]] [[ἔννοια]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και ως επίθ.) [[οκνηρός]], [[δυσκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για αρχαϊκό ουδ. σε -αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] νωκ- του θ. νεκτών [[νέκυς]]-[[νεκρός]]. Το [[γεγονός]] όμως ότι η λ. [[νῶκαρ]] μαρτυρείται [[σχετικώς]] μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την [[άποψη]] ότι το [[φωνήεν]] -ω- οφείλεται στην [[επίδραση]] της λ. [[κῶμα]], ενώ η κατάλ. -αρ σε [[επίδραση]] τών [[ὄναρ]], [[ὕπαρ]].
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 24: Line 24:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''νῶκαρ''': -αρος<br />{nō̃kar}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Todesschlaf]]<br />'''See also''': s. [[νεκρός]], [[νέκυς]].<br />'''Page''' 2,331
|ftr='''νῶκαρ''': -αρος<br />{nō̃kar}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Todesschlaf]]<br />'''See also''': s. [[νεκρός]], [[νέκυς]].<br />'''Page''' 2,331
}}
{{trml
|trtx====[[lethargy]]===
Albanian: amti; Armenian: թմրածություն, անտարբերություն, լեթարգիա; Bulgarian: летаргия; Catalan: letargia; Chinese Mandarin: 暮氣/暮气; Czech: letargie; Dutch: [[onverschilligheid]], [[lethargie]]; Esperanto: letargio; Finnish: letargia, uupumus, saamattomuus; French: [[léthargie]], [[nonchalance]], [[langueur]]; German: [[Trägheit]], [[Lethargie]], [[Teilnahmslosigkeit]], [[Interesselosigkeit]], [[Nonchalance]]; Greek: [[λήθαργος]]; Ancient Greek: [[ἀναυδία]], [[ἀναυδίη]], [[βαπτισμός]], [[ληθαργία]], [[λήθαργος]], [[νῶκαρ]]; Japanese: 無関心, 昏睡; Latin: [[torpedo]]; Macedonian: мр́твило, апатичност, летаргија; Maori: tīrohea, tūpakutanga; Portuguese: [[letargia]]; Romanian: letargie; Russian: [[апатичность]], [[летаргия]]; Spanish: [[atonía]], [[letargo]], [[aletargamiento]], [[sopor]]; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: letarji, uyuşukluk, uyuşuntu, uykuntu‎
}}
}}

Latest revision as of 16:58, 28 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῶκαρ Medium diacritics: νῶκαρ Low diacritics: νώκαρ Capitals: ΝΩΚΑΡ
Transliteration A: nō̂kar Transliteration B: nōkar Transliteration C: nokar Beta Code: nw=kar

English (LSJ)

ᾰρος, τό,
A lethargy, coma, Nic.Th.189, Hsch.; expld. by στέρησις τῆς ψυχῆς, Hdn.Gr.2.770.
II as adjective, slothful, sleepy, Suid.

German (Pape)

[Seite 272] αρος, τό, mit Schlaf verbundene Trägheit, Hesych. erkl. νύσταξις u. νωθεία, tiefer Todesschlaf, Nic. Ther. 189. – Auch adj., VLL, erkl. δυσκίνητος, träg, langsam, u. leiten es von νη u. ὀχέω ab. Vgl. aber κάρος.

Greek (Liddell-Scott)

νῶκαρ: -ᾰρος, τό, νύσταξις, νωθρότης, Νικ. Θηρ. 189, «νῶκαρ· νύσταξις, νοθεία, κακόσχολος ἔννοια» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὀκνηρός, νυσταλέος, δυσκίνητος, Σουΐδ.· οὕτω καὶ νωκᾰρώδης, ες, Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.

Greek Monolingual

νῶκαρ, -αρος, τὸ (Α)
1. λήθαργος, κώμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια»
3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε -αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα νωκ- του θ. νεκτών νέκυς-νεκρός. Το γεγονός όμως ότι η λ. νῶκαρ μαρτυρείται σχετικώς μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την άποψη ότι το φωνήεν -ω- οφείλεται στην επίδραση της λ. κῶμα, ενώ η κατάλ. -αρ σε επίδραση τών ὄναρ, ὕπαρ.

Frisk Etymological English

-αρος
Grammatical information: n.
Meaning: lethargy, coma (Nic; Hdn. who explains it as στέρησις τῆς ψυχῆς; it is also translated as νύσταξις); also as adj.
Derivatives: νωκαρώδης slothful, sleepy (Diph.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur.133 connects the word with νωχελής, which fits better semantically (the translation Totenschlaf, Frisk, is inspired by a wrong etymology), and denies that it has anything to do with νεκρός, νέκυς. On words in -αρ s. Fur. 134 n. 75.

Frisk Etymology German

νῶκαρ: -αρος
{nō̃kar}
Grammar: n.
Meaning: Todesschlaf
See also: s. νεκρός, νέκυς.
Page 2,331

Translations

lethargy

Albanian: amti; Armenian: թմրածություն, անտարբերություն, լեթարգիա; Bulgarian: летаргия; Catalan: letargia; Chinese Mandarin: 暮氣/暮气; Czech: letargie; Dutch: onverschilligheid, lethargie; Esperanto: letargio; Finnish: letargia, uupumus, saamattomuus; French: léthargie, nonchalance, langueur; German: Trägheit, Lethargie, Teilnahmslosigkeit, Interesselosigkeit, Nonchalance; Greek: λήθαργος; Ancient Greek: ἀναυδία, ἀναυδίη, βαπτισμός, ληθαργία, λήθαργος, νῶκαρ; Japanese: 無関心, 昏睡; Latin: torpedo; Macedonian: мр́твило, апатичност, летаргија; Maori: tīrohea, tūpakutanga; Portuguese: letargia; Romanian: letargie; Russian: апатичность, летаргия; Spanish: atonía, letargo, aletargamiento, sopor; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: letarji, uyuşukluk, uyuşuntu, uykuntu‎