πατροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(31)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που ταιριάζει, που αρμόζει σε [[πατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που ταιριάζει, που αρμόζει σε [[πατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[θεοπρεπής]]].
}}
{{ls
|lstext='''πατροπρεπὴς''': [[διάλεξις]], ἐμπρέπουσα πατρί, Θ. Στουδ. σ. 1500. ἔκδ. Mi.
}}
}}

Latest revision as of 17:41, 30 January 2024

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που ταιριάζει, που αρμόζει σε πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεοπρεπής].

Greek (Liddell-Scott)

πατροπρεπὴς: διάλεξις, ἐμπρέπουσα πατρί, Θ. Στουδ. σ. 1500. ἔκδ. Mi.