ῥαβδονομέω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥαβδονομέω:''' [[быть судьей на состязании]], [[решать спор]] Soph.
|elrutext='''ῥαβδονομέω:''' [[быть судьей на состязании]], [[решать спор]] Soph.
}}
{{grml
|mltxt=ραβδονομέω, Α [[ῥαβδονόμος]]<br />[[είμαι]] [[ραβδονόμος]], [[κρατώ]] ράβδο ως [[σημείο]] της εξουσίας μου, [[είμαι]] λ.χ. [[κριτής]] αγώνα («μόνα δ' [[εὔλεκτρος]] ἐν μέσῳ [[Κύπρις]] ῥαβδονόμει ξυνοῦσα», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:22, 2 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδονομέω Medium diacritics: ῥαβδονομέω Low diacritics: ραβδονομέω Capitals: ΡΑΒΔΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: rhabdonoméō Transliteration B: rhabdonomeō Transliteration C: ravdonomeo Beta Code: r(abdonome/w

English (LSJ)

to be ῥαβδονόμος, sit as umpire, S.Tr.516 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 829] Kampfrichter sein, über den Kampf richten, entscheiden, Soph. Trach. 513, Schol. erklärt βραβεύω, διατάττω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être juge d'un combat.
Étymologie: ῥαβδονόμος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδονομέω: быть судьей на состязании, решать спор Soph.

Greek Monolingual

ραβδονομέω, Α ῥαβδονόμος
είμαι ραβδονόμος, κρατώ ράβδο ως σημείο της εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ' εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῦσα», Σοφ.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδονομέω: εἶμαι ῥαβδονόμος, κάθημαι ὡς ἀγωνοδίκης, Σοφ. Τρ. 516.

Greek Monotonic

ῥαβδονομέω: μέλ. -ήσω, καθίσταμαι διαιτητής, κριτής, αγωνοδίκης, σε Σοφ.

Middle Liddell

ῥαβδονομέω, fut. -ήσω
to sit as umpire, Soph. [from ῥαβδονόμος