ἀπαγορευτικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(6_11)
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apagoreftikos
|Transliteration C=apagoreftikos
|Beta Code=a)pagoreutiko/s
|Beta Code=a)pagoreutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">prohibitory</b>, Plu.2.1037f; τινός <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 16</span>; of particles, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>229.16</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Aristeas<span class="bibl">131</span>; gloss on [[ἀπηλεγέως]], Sch.<span class="bibl">Il.1.309</span>.</span>
|Definition=ἀπαγορευτική, ἀπαγορευτικόν, [[prohibitory]], [[prohibitive]], [[negative]], Plu.2.1037f; τινός Corn.''ND'' 16; of particles, A.D.''Conj.''229.16. Adv. [[ἀπαγορευτικῶς]] = [[prohibitively]] Aristeas131; ''Glossaria'' on [[ἀπηλεγέως]], Sch.Il.1.309.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que prohibe]] (νόμος) ἀπαγορευτικὸς δὲ ὧν οὐ ποιητέον Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.77, λόγος Plu.2.1037f, cf. Ph.1.561, Corn.<i>ND</i> 16.<br /><b class="num">2</b> gram. [[negativo]] de las partíc., A.D.<i>Coni</i>.229.16.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπαγορευτικῶς]] = [[de forma negativa]] Aristeas 131, glosa a ἀπηλεγέως Sch.<i>Il</i>.9.309.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0273.png Seite 273]] verbieterisch, verbietend, Plut. de stoic. repugn. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0273.png Seite 273]] [[verbieterisch]], [[verbietend]], Plut. de stoic. repugn. 11.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαγορευτικός:''' [[запретительный]], [[воспрещающий]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰγορευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀπαγορεύων, ἐμποδίζων, μὴ ἐπιτρέπων, Πλούτ. 2. 1037F. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὅμ. πρὸς ἐξήγησιν τοῦ [[ἀπηλεγέως]]· ― ἐν τῆ γραμμ. «ἀπαγορευτικὰ ἐπιρρήματα» Α. Β. σ. 947. 27, «τὸ ἐστὶ... βαρύνεται καὶ [[μετὰ]] τοῦ μὴ ἀπαγορευτικοῦ» Ἐτυμ. 301. 4.
|lstext='''ἀπᾰγορευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀπαγορεύων, ἐμποδίζων, μὴ ἐπιτρέπων, Πλούτ. 2. 1037F. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὅμ. πρὸς ἐξήγησιν τοῦ [[ἀπηλεγέως]]· ― ἐν τῆ γραμμ. «ἀπαγορευτικὰ ἐπιρρήματα» Α. Β. σ. 947. 27, «τὸ ἐστὶ... βαρύνεται καὶ μετὰ τοῦ μὴ ἀπαγορευτικοῦ» Ἐτυμ. 301. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀπαγορευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ενέχει [[απαγόρευση]], παρεμποδιστικός<br /><b>(Γραμμ.)</b>. «απαγορευτικά μόρια» — άκλιτα μέρη του λόγου με τα οποία εκφράζεται η [[επιθυμία]] του ομιλούντος [[είτε]] ως [[παράκληση]] [[είτε]] ως [[προσταγή]] να μη γίνει [[κάτι]]. Κύριο απαγορευτικό [[μόριο]] [[είναι]] το <i>μη</i>.
}}
}}

Latest revision as of 13:36, 2 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαγορευτικός Medium diacritics: ἀπαγορευτικός Low diacritics: απαγορευτικός Capitals: ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apagoreutikós Transliteration B: apagoreutikos Transliteration C: apagoreftikos Beta Code: a)pagoreutiko/s

English (LSJ)

ἀπαγορευτική, ἀπαγορευτικόν, prohibitory, prohibitive, negative, Plu.2.1037f; τινός Corn.ND 16; of particles, A.D.Conj.229.16. Adv. ἀπαγορευτικῶς = prohibitively Aristeas131; Glossaria on ἀπηλεγέως, Sch.Il.1.309.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que prohibe (νόμος) ἀπαγορευτικὸς δὲ ὧν οὐ ποιητέον Chrysipp.Stoic.3.77, λόγος Plu.2.1037f, cf. Ph.1.561, Corn.ND 16.
2 gram. negativo de las partíc., A.D.Coni.229.16.
II adv. ἀπαγορευτικῶς = de forma negativa Aristeas 131, glosa a ἀπηλεγέως Sch.Il.9.309.

German (Pape)

[Seite 273] verbieterisch, verbietend, Plut. de stoic. repugn. 11.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαγορευτικός: запретительный, воспрещающий (λόγος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰγορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπαγορεύων, ἐμποδίζων, μὴ ἐπιτρέπων, Πλούτ. 2. 1037F. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὅμ. πρὸς ἐξήγησιν τοῦ ἀπηλεγέως· ― ἐν τῆ γραμμ. «ἀπαγορευτικὰ ἐπιρρήματα» Α. Β. σ. 947. 27, «τὸ ἐστὶ... βαρύνεται καὶ μετὰ τοῦ μὴ ἀπαγορευτικοῦ» Ἐτυμ. 301. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀπαγορευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ενέχει απαγόρευση, παρεμποδιστικός
(Γραμμ.). «απαγορευτικά μόρια» — άκλιτα μέρη του λόγου με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία του ομιλούντος είτε ως παράκληση είτε ως προσταγή να μη γίνει κάτι. Κύριο απαγορευτικό μόριο είναι το μη.