ἄποικος: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[éloigné de ses foyers]], [[de son pays]] ; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς SOPH bannir qqn loin de son pays;<br /><b>2</b> [[émigré]], [[colon]] : [[πόλις | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[éloigné de ses foyers]], [[de son pays]] ; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς SOPH bannir qqn loin de son pays;<br /><b>2</b> [[émigré]], [[colon]] : [[πόλις ἄποικος]] <i>ou simpl.</i> [[ἄποικος]] colonie ; ἡμέτεροι ἄποικοι XÉN nos colons ; <i>fig.</i> [[χάλυβος]] Σκυθῶν [[ἄποικος]] ESCHL le fer importé de chez les Scythes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[οἰκέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:36, 4 February 2024
English (LSJ)
ἄποικον,
A away from home, abroad, ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς to send away from one's native land, S.OT1518.
II mostly as substantive,
1 of persons, settler, colonist, emigrant, Hdt.5.97, Th.1.25,38, 7.57, etc.
2 of cities, πόλιν Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ X.An.5.3.2, cf. 6.2.1, Ar.Lys.582: hence A. calls iron Χάλυβος Σκυθῶν ἄ. Th.729 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1 colono τῶν Ἀθηναίων Hdt.5.97, cf. 1.174, 2.33, 5.9, Th.4.103, CID 1.13.2 (IV a.C.), Plb.16.12.2, ἄποικοι ὄντες Th.1.25, 38, 7.57, Str.10.4.17, cf. 6.6
• fig. Χάλυβος Σκυθῶν ἄ. A.Th.728, ἐν Τάραντι ... παρὰ τοῖς ἡμετέροις ἀ. Pl.Lg.637b, ὁ κρατούμενος αὐτοῖς τοῖς ἀ. SB 9897ue.3 (II d.C.), cf. IG 12.46.10, 15 (V a.C.)
• de ciudades que es colonia πόλιν Ἑλληνίδα ... Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ X.An.5.3.2, cf. 6.2.1, πόλεις, ὁπόσαι τῆς γῆς τῆσδ' εἰσὶν ἄποικοι Ar.Lys.582, (Νίσιβις) ἀ. ἡμῶν νομίζεται D.C.36.6.2, Λύττος δ' ἡ Λακεσαιμονίων μὲν ἄ. Plb.4.54.6, χώρα ἄ. Plu.2.630b.
2 habitante, ciudadano ἄ. Ἡλίου πόλεως POxy.719.2 (II d.C.).
II alejado de su país, desterrado γῆς μ' ὅπως πέμψεις ἄποικον S.OT 1518.
German (Pape)
[Seite 304] ὁ, der Auswanderer, Kolonist, in Beziehung auf das Mutterland; ἔποικος in Beziehung auf die Pflanzstadt; die Alten unterscheiden ἄποικος, Ansiedler in wüstem Lande, ἔποικος, Ansiedler, nach einer schon bestehenden Stadt geschickt; überall, bes. bei Geschichtsschreibern; übertr., Aesch. χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος Spt. 710, aus Seythien hierher gebracht; γῆς ἄποικον πέμπειν τινά Soph. O.R. 1518, ausdem Lande vertreiben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 éloigné de ses foyers, de son pays ; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς SOPH bannir qqn loin de son pays;
2 émigré, colon : πόλις ἄποικος ou simpl. ἄποικος colonie ; ἡμέτεροι ἄποικοι XÉN nos colons ; fig. χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος ESCHL le fer importé de chez les Scythes.
Étymologie: ἀπό, οἰκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἄποικος:
1 живущий далеко, дальний: χάλυβος Σκυθῶν ἄ. Aesch. привезенная из Скифии сталь; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς Soph. послать кого-л. в далекое изгнание;
2 колонизированный: ἄ. πολις Xen. колония.
II ὁ переселенец, колонист Xen., Plut.
III ἡ (sc. ἄποικος πόλις) колония Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄποικος: -ον, ὁ μακρὰν τοῦ οἴκου, ὁ ἐν ξένῃ γῇ, ὁ ἐν ὁδοιπορίᾳ, ἄπ. πέμπειν τινὰ γῆς, ἀποπέμπειν ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ χώρας, Σοφ. Ο. Τ. 1518. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ. 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ μεταναστεύων ἐκ τῆς πατρίδος αὐτοῦ εἰς ξένην χώραν, ὁ ἐγκατασταθεὶς ἐν γῇ ξένῃ (ἀναφορικῶς πρὸς τὴν μητρόπολιν), Ἡρόδ. 5. 97, Θουκ. 1. 24, 35., 7. 57, κτλ. πόλιν Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ Ξεν. Ἀν. 5. 3, 2· ἐντεῦθεν ὁ Αἰσχύλος ὁμιλῶν περὶ σιδήρου λέγει Χάλυβος Σκυθᾶν ἄποικος Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 729. 2) ἄποικος (ἐξυπακουομένου τοῦ πόλις) ἡ, = ἀποικία, ἀποικίς, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 2., 6. 2, 1· καὶ μετὰ τοῦ πόλις Ἀριστοφ. Λυσ. 582.
Greek Monolingual
ο (Α ἄποικος)
ο κάτοικος αποικίας, αυτός που έλαβε μέρος σε αποικισμό
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του
2. «ἄποικος πόλις» — η αποικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + οίκος «σπίτι, πατρίδα»].
Greek Monotonic
ἄποικος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται μακριά από το σπίτι, την πατρίδα του· ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς, στέλνω κάποιον μακριά από την πατρίδα του, σε Σοφ.
II. ως ουσ.,
1. αυτός που μεταναστεύει από τη χώρα του για να συμβάλει στη δημιουργία αποικίας, ο άποικος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. ἄποικος (ενν. πόλις), ἡ, η αποικία, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. away from home, ἀπ. πέμπειν τινὰ γῆς to send away from one's country, Soph.
II. as substantive,
1. a settler, colonist, Hdt., Thuc., etc.
2. ἄποικος (sub. πόλις), a colony, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ζεῖ μακριά ἀπό τήν πατρίδα του). Ἀπό τό ἀπό + οἶκος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀποικέω (=μεταναστεύω), ἀποίκησις, ἀποικία, ἀποικίζω (=στέλνω ἀπό τήν πατρίδα ἀποικία), ἀποίκισις (=σχηματισμός ἀποικίας), ἀποικιστής (=ἀρχηγός ἀποικίας).
Translations
emigrant
Albanian: emigrant; Arabic: مُهَاجِر, مُهَاجِرَة; Armenian: էմիգրանտ, արտագաղթող; Azerbaijani: mühacir; Belarusian: эмiгрант, эмiгрантка, высяленец, высяленка; Bengali: মুহাজির; Chinese Cantonese: 移民; Mandarin: 移民; Min Nan: 移民; Czech: emigrant, emigrantka, vystěhovalec, vystěhovalkyně; Danish: emigrant, udvandrer; Dutch: uitwijkeling, uitwijkelinge, landverhuizer, landverhuizerin, emigrant, emigrante; Estonian: emigrant; Finnish: maastamuuttaja; French: émigré, émigrée, émigrant, émigrante; Galician: emigrante; Georgian: ემიგრანტი; German: Auswanderer, Auswanderin, Emigrant, Emigrantin, Aussiedler; Greek: απόδημος, απόδημη; Ancient Greek: ἄποικος, μέτηλυς, μετοικιστής, μέτοικος, περατής; Hebrew: יוֹרֵד; Hindi: उत्प्रवासी; Hungarian: kivándorló, emigráns; Icelandic: förufólk, útflytjandi; Italian: emigrante; Japanese: 移民; Kazakh: эмигрант; Korean: 이민(移民); Kyrgyz: эмигрант; Latvian: emigrants; Lithuanian: emigrantas; Macedonian: иселеник, иселеничка, емигрант, емигрантка; Norwegian Bokmål: utvandrer, emigrant; Nynorsk: utvandrar, emigrant; Persian: مهاجر; Polish: emigrant, emigrantka; Portuguese: emigrante; Romanian: emigrant, emigrantă; Russian: эмигрант, эмигрантка; Scottish Gaelic: eilthireach; Serbo-Croatian Cyrillic: исељѐнӣк, исељѐница, емѝгрант, емѝгранткиња; Roman: iseljènīk, iseljènica, emìgrant, emìgrantkinja; Slovak: emigrant, emigrantka, vysťahovalec, vysťahovalkyňa; Slovene: izseljenec, izseljenka, emigrant, emigrantka; Spanish: emigrante; Swedish: emigrant; Tagalog: manluluwasbayan; Tajik: муҳоҷир; Turkish: muhacir; Ukrainian: емігрант, емігрантка; Uzbek: muhojir, emigrant; Vietnamese: người di cư; Volapük: setevan, hisetevan, jisetevan, setevanef, hisetevanef, jisetevanef; Walloon: ebagant; Yiddish: עמיגראַנט