επαίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐπαίτης]], θηλ. ἐπαῑτις») [[επαιτώ]]<br />[[ζητιάνος]], [[ζήτουλας]], [[διακονιάρης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />«μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν [[κατά]] τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.
|mltxt=ο (AM [[ἐπαίτης]], θηλ. ἐπαῑτις») [[επαιτώ]]<br />[[ζητιάνος]], [[ζήτουλας]], [[διακονιάρης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν [[κατά]] τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.
}}
}}

Revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») επαιτώ
ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης
μσν.- νεοελλ.
«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.