δειπνώ: Difference between revisions

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
(8)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δειπνάω (AM δειπνῶ, -έω) [[δείπνον]]<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, [[παιδί]] μου», Αρ. Βαλαωρ.<br />β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου<br />γ. «[[ἔπεσα]] εἰς [[ὕπνον]], φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]], [[γευματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον σε [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[τρώω]] το πρωινό μου, [[προγευματίζω]] («ἅμα δ' ἠσῑ φαινομένηφι δειπνήσας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «δειπνῶ τὸ [[ἄριστον]]» — [[τρώω]] το [[βράδυ]] το κύριο [[γεύμα]] της ημέρας<br />β) «δειπνῶ ἄρτον» — [[τρώω]] [[ξερό]] [[ψωμί]]<br />γ) «δειπνῶ τἀλλότρια» — ως [[παράσιτος]]<br />δ) «δειπνῶ ἀπό τινος» — τρέφομαι εις [[βάρος]] άλλου.
|mltxt=και δειπνάω (AM δειπνῶ, -έω) [[δείπνον]]<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, [[παιδί]] μου», Αρ. Βαλαωρ.<br />β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς μου<br />γ. «[[ἔπεσα]] εἰς [[ὕπνον]], φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]], [[γευματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον σε [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[τρώω]] το πρωινό μου, [[προγευματίζω]] («ἅμα δ' ἠσῖ φαινομένηφι δειπνήσας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «δειπνῶ τὸ [[ἄριστον]]» — [[τρώω]] το [[βράδυ]] το κύριο [[γεύμα]] της ημέρας<br />β) «δειπνῶ ἄρτον» — [[τρώω]] [[ξερό]] [[ψωμί]]<br />γ) «δειπνῶ τἀλλότρια» — ως [[παράσιτος]]<br />δ) «δειπνῶ ἀπό τινος» — τρέφομαι εις [[βάρος]] άλλου.
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

και δειπνάω (AM δειπνῶ, -έω) δείπνον
1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ.
β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς μου
γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει», Θουκ.)
2. τρώω, γευματίζω
αρχ.
1. καλώ κάποιον σε δείπνο
2. τρώω το πρωινό μου, προγευματίζω («ἅμα δ' ἠσῖ φαινομένηφι δειπνήσας»)
3. φρ. α) «δειπνῶ τὸ ἄριστον» — τρώω το βράδυ το κύριο γεύμα της ημέρας
β) «δειπνῶ ἄρτον» — τρώω ξερό ψωμί
γ) «δειπνῶ τἀλλότρια» — ως παράσιτος
δ) «δειπνῶ ἀπό τινος» — τρέφομαι εις βάρος άλλου.