δειπνῖτις: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δειπνῑτις (-ιδος), η (Α) [[δείπνον]]<br /><b>φρ.</b> «δειπνῑτις [[στολή]]» — [[ενδυμασία]] κατάλληλη για [[δείπνο]].
|mltxt=δειπνῑτις (-ιδος), η (Α) [[δείπνον]]<br /><b>φρ.</b> «δειπνῖτις [[στολή]]» — [[ενδυμασία]] κατάλληλη για [[δείπνο]].
}}
}}

Revision as of 14:29, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνῖτις Medium diacritics: δειπνῖτις Low diacritics: δειπνίτις Capitals: ΔΕΙΠΝΙΤΙΣ
Transliteration A: deipnîtis Transliteration B: deipnitis Transliteration C: deipnitis Beta Code: deipni=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, = fem. of δειπνητικός, στολή D.C.69.18.

Spanish (DGE)

-ιδος
propia de la cena ἔν τε τῇ στολῇ τῇ δειπνίτιδι con la ropa de la cena D.C.69.18.3.

German (Pape)

[Seite 540] ιδος, ἡ, zum Gastmahl gehörig, στολή D. Cass. 69, 28.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνῖτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ δειπνητικός, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δίωνος. Κ. 69, 28, στολ ὴ δ.

Greek Monolingual

δειπνῑτις (-ιδος), η (Α) δείπνον
φρ. «δειπνῖτις στολή» — ενδυμασία κατάλληλη για δείπνο.