θῆσαι: Difference between revisions
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thisai | |Transliteration C=thisai | ||
|Beta Code=qh=sai | |Beta Code=qh=sai | ||
|Definition=aor. 1 inf. Act., < | |Definition=aor. 1 inf. Act.,<br><span class="bld">A</span> [[suckle]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; elsewhere Med., [[suck]]; Hom. has pres. inf., <b class="b3">ἀλλ' αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι</b> they give [[milk]] to [[suck]] the year round, Od.4.89: aor. 1, <b class="b3">θήσατο μαζόν</b> he [[suck]]ed the [[breast]], Il.24.58, cf. Call.''Jov.''48; part., [[θησάμενος]] = [[having sucked]], h.Cer.236; [[γάλα]] Call.''Sos.''vii.4; but,<br><span class="bld">II</span> [[suckle]], Ἀπόλλωνα θήσατο [[μήτηρ]] ''h.Ap.''123. (I.-E. dhē- '[[suck]]', cf. [[θηλή]], [[θῆλυς]], Lett. dēt '[[suck]]', Skt. dháyati, Goth. daddjan '[[suckle]]', Lat. [[felare]], [[filius]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θῆσαι]] (Α)<br />(απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. <i>θάω</i><br />έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. [[θῆσαι]], [[θῆσθαι]], θησάμενος)<br /><b>1.</b> <b>(αμτθ.)</b> [[πίνω]] [[γάλα]] από τη [[θηλή]], [[θηλάζω]], [[βυζαίνω]] (α. «θήσατο μαζόν» — θήλασε [από] το [[στήθος]]<br />β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν [[γάλα]] [[θῆσθαι]]» — τα πρόβατα παρέχουν [[πάντα]] άφθονο [[γάλα]] για να το αρμέγουν, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θηλάζω]] κάποιον («Ἀπόλλωνα θήσατο [[μήτηρ]]» — η [[μητέρα]] θήλασε τον Απόλλωνα)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θῆσαι]]<br />θρέψαι, θηλάσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>-«[[εκμυζώ]], [[θηλάζω]]», όπως και τα [[θηλή]], [[θήλυς]], που θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν παράγωγά του. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται το αρχ. άνω γερμ. <i>t</i><i>ā</i><i>en</i> «[[θηλάζω]]», το λιθ. <i>det</i> «[[θηλάζω]]» και το λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>mina</i> «θήλεια», τ. αρχαίας μτχ. αμάρτυρου ρ. Ο μαρτυρούμενος αόρ. <i>θήσατο</i> αντιστοιχεί στον αρχ. ινδ. σιγματικό αόρ. <i>adh</i><i>ā</i><i>sit</i> «θήλασε», που διαθέτει όμως και παράλληλο θεματικό τ. <i>adh</i><i>ā</i><i>t</i>. Οι μαρτυρούμενοι τ. ενεστώτα με ημίφωνο <i>yod</i> σε διάφορες γλώσσες (όπως λ.χ. αρχ. άνω γερμ. <i>taju</i>, λιθ. <i>deju</i>) καθιστούν πιθανή την [[προέλευση]] του [[θήσθαι]] από αμάρτυρο θεματικό τ. <i>θή</i>-<i>yε</i>-<i>σθαι</i>. Μαρτυρούνται και άλλοι συγγενείς τ. με διαφορετικό φωνηεντισμό, όπως το αρχ. ινδ. <i>dhayati</i>, το αρχ. σλαβ. <i>dojo</i>, <i>το</i> γοτθ. <i>daddjan</i>, όλα με τη [[σημασία]] [[θηλάζω]], που θα [[πρέπει]] να αναχθούν σε [[παραλλαγή]] <i>dh</i><i>ә</i><i>y</i>- της ΙΕ ρίζας <i>dh</i><i>ē</i>- ενώ η αρχ. ινδ. εμφανίζει και τ. με -<i> | |mltxt=[[θῆσαι]] (Α)<br />(απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. <i>θάω</i><br />έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. [[θῆσαι]], [[θῆσθαι]], θησάμενος)<br /><b>1.</b> <b>(αμτθ.)</b> [[πίνω]] [[γάλα]] από τη [[θηλή]], [[θηλάζω]], [[βυζαίνω]] (α. «θήσατο μαζόν» — θήλασε [από] το [[στήθος]]<br />β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν [[γάλα]] [[θῆσθαι]]» — τα πρόβατα παρέχουν [[πάντα]] άφθονο [[γάλα]] για να το αρμέγουν, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θηλάζω]] κάποιον («Ἀπόλλωνα θήσατο [[μήτηρ]]» — η [[μητέρα]] θήλασε τον Απόλλωνα)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θῆσαι]]<br />θρέψαι, θηλάσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>-«[[εκμυζώ]], [[θηλάζω]]», όπως και τα [[θηλή]], [[θήλυς]], που θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν παράγωγά του. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται το αρχ. άνω γερμ. <i>t</i><i>ā</i><i>en</i> «[[θηλάζω]]», το λιθ. <i>det</i> «[[θηλάζω]]» και το λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>mina</i> «θήλεια», τ. αρχαίας μτχ. αμάρτυρου ρ. Ο μαρτυρούμενος αόρ. <i>θήσατο</i> αντιστοιχεί στον αρχ. ινδ. σιγματικό αόρ. <i>adh</i><i>ā</i><i>sit</i> «θήλασε», που διαθέτει όμως και παράλληλο θεματικό τ. <i>adh</i><i>ā</i><i>t</i>. Οι μαρτυρούμενοι τ. ενεστώτα με ημίφωνο <i>yod</i> σε διάφορες γλώσσες (όπως λ.χ. αρχ. άνω γερμ. <i>taju</i>, λιθ. <i>deju</i>) καθιστούν πιθανή την [[προέλευση]] του [[θήσθαι]] από αμάρτυρο θεματικό τ. <i>θή</i>-<i>yε</i>-<i>σθαι</i>. Μαρτυρούνται και άλλοι συγγενείς τ. με διαφορετικό φωνηεντισμό, όπως το αρχ. ινδ. <i>dhayati</i>, το αρχ. σλαβ. <i>dojo</i>, <i>το</i> γοτθ. <i>daddjan</i>, όλα με τη [[σημασία]] [[θηλάζω]], που θα [[πρέπει]] να αναχθούν σε [[παραλλαγή]] <i>dh</i><i>ә</i><i>y</i>- της ΙΕ ρίζας <i>dh</i><i>ē</i>- ενώ η αρχ. ινδ. εμφανίζει και τ. με -<i>ῖ</i> όπως <i>dh</i><i>ī</i><i>ta</i>-«πιπιλισμένος». Συγγενείς στην ελλ. οι τ. <i>γαλα</i>-<i>θηνός</i>, [[θήνιον]], <i>τι</i>-<i>θήνη</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῆσαι:''' απαρ. αορ. | |lsmtext='''θῆσαι:''' απαρ. αορ. αʹ του <i>*θάω</i>, ρουφώ, [[θηλάζω]]· [[θήσατο]], γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
English (LSJ)
aor. 1 inf. Act.,
A suckle, Hsch.; elsewhere Med., suck; Hom. has pres. inf., ἀλλ' αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι they give milk to suck the year round, Od.4.89: aor. 1, θήσατο μαζόν he sucked the breast, Il.24.58, cf. Call.Jov.48; part., θησάμενος = having sucked, h.Cer.236; γάλα Call.Sos.vii.4; but,
II suckle, Ἀπόλλωνα θήσατο μήτηρ h.Ap.123. (I.-E. dhē- 'suck', cf. θηλή, θῆλυς, Lett. dēt 'suck', Skt. dháyati, Goth. daddjan 'suckle', Lat. felare, filius.)
German (Pape)
[Seite 1210] zum θής machen, Tab. Heracl. p. 226. S. auch θαω.
Greek Monolingual
θῆσαι (Α)
(απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. θάω
έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος)
1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» — θήλασε [από] το στήθος
β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» — τα πρόβατα παρέχουν πάντα άφθονο γάλα για να το αρμέγουν, Ομ. Οδ.)
2. (μτβ.) θηλάζω κάποιον («Ἀπόλλωνα θήσατο μήτηρ» — η μητέρα θήλασε τον Απόλλωνα)
3. (κατά τον Ησύχ.) «θῆσαι
θρέψαι, θηλάσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhē-«εκμυζώ, θηλάζω», όπως και τα θηλή, θήλυς, που θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν παράγωγά του. Στην ίδια ρίζα ανάγεται το αρχ. άνω γερμ. tāen «θηλάζω», το λιθ. det «θηλάζω» και το λατ. fēmina «θήλεια», τ. αρχαίας μτχ. αμάρτυρου ρ. Ο μαρτυρούμενος αόρ. θήσατο αντιστοιχεί στον αρχ. ινδ. σιγματικό αόρ. adhāsit «θήλασε», που διαθέτει όμως και παράλληλο θεματικό τ. adhāt. Οι μαρτυρούμενοι τ. ενεστώτα με ημίφωνο yod σε διάφορες γλώσσες (όπως λ.χ. αρχ. άνω γερμ. taju, λιθ. deju) καθιστούν πιθανή την προέλευση του θήσθαι από αμάρτυρο θεματικό τ. θή-yε-σθαι. Μαρτυρούνται και άλλοι συγγενείς τ. με διαφορετικό φωνηεντισμό, όπως το αρχ. ινδ. dhayati, το αρχ. σλαβ. dojo, το γοτθ. daddjan, όλα με τη σημασία θηλάζω, που θα πρέπει να αναχθούν σε παραλλαγή dhәy- της ΙΕ ρίζας dhē- ενώ η αρχ. ινδ. εμφανίζει και τ. με -ῖ όπως dhīta-«πιπιλισμένος». Συγγενείς στην ελλ. οι τ. γαλα-θηνός, θήνιον, τι-θήνη].
Greek Monotonic
θῆσαι: απαρ. αορ. αʹ του *θάω, ρουφώ, θηλάζω· θήσατο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.