ί: Difference between revisions

131 bytes removed ,  6 February
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - " sts. " to " sometimes ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=i
|Transliteration C=i
|Beta Code=i/
|Beta Code=i/
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ἰῶτα]] [[δεικτικός|δεικτικόν]], [[ἰῶτα δεικτικόν]], [[ἰῶτα ἐπιδεικτικόν]], [[deictic iota]], [[epideictic iota]], [[iota demonstrativum]], in familiar Att. (not in Trag.), is attached to demonstr. Prons., to strengthen their force, and as it were point out the individual, as <b class="b3">οὑτοσί, αὑτηΐ, τουτί, ἐκεινοσί, ὁδί, ταδί, τοσουτονί, τοσονδί, τυννουτοσί</b>, etc.; also with the Particles <b class="b3">γε δέ μέν</b> inserted, as <b class="b3">τουτογί, τουτοδί, ταυτηνδί, τῃδεδί, τουτουμενί</b>, for <b class="b3">τουτί γε, ταυτηνὶ δέ</b>, etc.: also to demonstr. Advs., as <b class="b3">οὑτωσί, ὡδί, ἐνθαδί, δευρί, νυνί</b>, and [[νυνδί]] for <b class="b3">νυνὶ δέ</b>.—Of these forms, such as end in [[σί]] are sometimes written in codd. with <b class="b3">ν ἐφελκυστικόν</b> before a vowel, as [[οὑτοσίν]], [[ἐκεινοσίν]], [[οὑτωσίν]], etc.: such forms are recognized by <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>59.24</span>, <span class="bibl">82.11</span>, but are not found in best codd., e.g. of Pl. and D. [ῑ with the acute accent; along vowel or diphthong before it is shortd., as [[αὑτηί]], [[οὑτοῐί]].]</span>
|Definition=[[ἰῶτα]] [[δεικτικός|δεικτικόν]], [[ἰῶτα δεικτικόν]], [[ἰῶτα ἐπιδεικτικόν]], [[deictic iota]], [[epideictic iota]], [[iota demonstrativum]], in familiar Att. (not in Trag.), is attached to demonstr. Prons., to strengthen their force, and as it were point out the individual, as <b class="b3">οὑτοσί, αὑτηΐ, τουτί, ἐκεινοσί, ὁδί, ταδί, τοσουτονί, τοσονδί, τυννουτοσί</b>, etc.; also with the Particles <b class="b3">γε δέ μέν</b> inserted, as <b class="b3">τουτογί, τουτοδί, ταυτηνδί, τῃδεδί, τουτουμενί</b>, for <b class="b3">τουτί γε, ταυτηνὶ δέ</b>, etc.: also to demonstr. Advs., as <b class="b3">οὑτωσί, ὡδί, ἐνθαδί, δευρί, νυνί</b>, and [[νυνδί]] for <b class="b3">νυνὶ δέ</b>.—Of these forms, such as end in [[σί]] are sometimes written in codd. with <b class="b3">ν ἐφελκυστικόν</b> before a vowel, as [[οὑτοσίν]], [[ἐκεινοσίν]], [[οὑτωσίν]], etc.: such forms are recognized by A.D.''Pron.''59.24, 82.11, but are not found in best codd., e.g. of Pl. and D. [ῑ with the acute accent; along vowel or diphthong before it is shortened, as [[αὑτηί]], οὑτοῐί.]
}}
{{elru
|elrutext='''ί:''' (ῑ) грам. [[ἰῶτα]] ἐπιδεικτικόν йота указательная (всегда под ударением, приставляемая иногда в разговорно-атт. диалекте в конце указательных местоимений и наречий для усиления, напр.: [[οὑτοσί]], [[τουτί]], [[ὁδί]], τοσουτονί; [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[νυνί]], [[ἐνθαδί]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἴ (Α)<br />([[πριν]] από [[φωνήεν]]) ή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[Κυπριακός]] τ. του διαζευτικού <i>ή</i>].<br /><b>(II)</b><br />ἳ (Α)<br />ονομαστική της αντωνυμίας του τρίτου προσ. <i>οὗ</i> («ἡ μὲν ὡς ἳ [[θάσσον]]', ἡ δ' ὡς ἵ τέκοι παῑδα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αυτοπαθής [[αντωνυμία]] γ' προσ. θηλ. που συνδέεται με γοτθ. <i>si</i>, αρχ. ιρλ. <i>si</i>, αρχ. ινδ. ([[αιτιατική]]) <i>si</i>-<i>m</i> και ΙΕ <i>si</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἴ (Α)<br />([[πριν]] από [[φωνήεν]]) ή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[Κυπριακός]] τ. του διαζευτικού <i>ή</i>].<br /><b>(II)</b><br />ἳ (Α)<br />ονομαστική της αντωνυμίας του τρίτου προσ. <i>οὗ</i> («ἡ μὲν ὡς ἳ [[θάσσον]]', ἡ δ' ὡς ἵ τέκοι παῖδα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αυτοπαθής [[αντωνυμία]] γ' προσ. θηλ. που συνδέεται με γοτθ. <i>si</i>, αρχ. ιρλ. <i>si</i>, αρχ. ινδ. ([[αιτιατική]]) <i>si</i>-<i>m</i> και ΙΕ <i>si</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ί:''' [ῑ], [[γιώτα]] δεικτικό, στην [[κοινή]] Αττ. (όχι στους Τραγ.) προστίθεται στο [[τέλος]] δεικτ. αντων., προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] τους, όπως στα [[οὑτοσί]], <i>αὑτηΐ</i>, [[τουτί]], Λατ. hicce· [[ἐκεινοσί]], [[ὁδί]], [[ταδί]], <i>τοσουτονί</i>, <i>τοσονδί</i>, <i>τυννουτοσί</i>, κ.λπ.· επίσης σε δεικτ. επιρρ., όπως [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[ἐνθαδί]], [[δευρί]], [[νυνί]].
|lsmtext='''ί:''' [ῑ], [[γιώτα]] δεικτικό, στην [[κοινή]] Αττ. (όχι στους Τραγ.) προστίθεται στο [[τέλος]] δεικτ. αντων., προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] τους, όπως στα [[οὑτοσί]], <i>αὑτηΐ</i>, [[τουτί]], Λατ. hicce· [[ἐκεινοσί]], [[ὁδί]], [[ταδί]], <i>τοσουτονί</i>, <i>τοσονδί</i>, <i>τυννουτοσί</i>, κ.λπ.· επίσης σε δεικτ. επιρρ., όπως [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[ἐνθαδί]], [[δευρί]], [[νυνί]].
}}
{{elru
|elrutext='''ί:''' (ῑ) грам. [[ἰῶτα]] ἐπιδεικτικόν йота указательная (всегда под ударением, приставляемая иногда в разговорно-атт. диалекте в конце указательных местоимений и наречий для усиления, напр.: [[οὑτοσί]], [[τουτί]], [[ὁδί]], τοσουτονί; [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[νυνί]], [[ἐνθαδί]]).
}}
}}