κηρίτις: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κηρῑτις, -ιδος, ἡ (Α) [[κηρός]]<br />(ενν. [[λίθος]]) [[πολύτιμος]] [[λίθος]] με το [[χρώμα]] του κεριού.
|mltxt=κηρῖτις, -ιδος, ἡ (Α) [[κηρός]]<br />(ενν. [[λίθος]]) [[πολύτιμος]] [[λίθος]] με το [[χρώμα]] του κεριού.
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

κηρῖτις, -ιδος, ἡ (Α) κηρός
(ενν. λίθος) πολύτιμος λίθος με το χρώμα του κεριού.