χοιρόθλιψ: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(σε σχολιαστή του <b>Αριστοφ.</b>) «χοιρόθλιβα<br />τὸ γυναικεῖον | |mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(σε σχολιαστή του <b>Αριστοφ.</b>) «χοιρόθλιβα<br />τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβοντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] «γυναικείο [[αιδοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θλιψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θλίβω]] «[[λειώνω]], [[συντρίβω]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:51, 6 February 2024
English (LSJ)
-ιβος, ὁ, ἡ, sens. obsc. (χοῖρος I. 2), Ar. V. 1364.
German (Pape)
[Seite 1362] ιβος, ein Schwein drückend, befühlend, aber auch die weibliche Schaam berührend, Ar. Vesp. 1364.
French (Bailly abrégé)
όθλιβος (ὁ, ἡ)
débauché.
Étymologie: χοῖρος, θλίβω.
Russian (Dvoretsky)
χοιρόθλιψ: ῑβος ὁ χοῖρος 2] распутник Arph.
Greek (Liddell-Scott)
χοιρόθλιψ: ιβος, ὁ, ἡ, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας (ἐκ τοῦ χοῖρος Ι. 2), ὁ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 1364.
Greek Monolingual
-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(σε σχολιαστή του Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα
τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβοντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + -θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)].