ἤϊος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἤϊος]], ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Αρίσταρχο) [[τοξότης]], [[ακοντιστής]]<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) [[αγαθός]] («ἤϊε | |mltxt=[[ἤϊος]], ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Αρίσταρχο) [[τοξότης]], [[ακοντιστής]]<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) [[αγαθός]] («ἤϊε Φοῖβε», Ύμν. εις Απόλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> επιφων. <i>ή</i> ([[πρβλ]]. [[ιήιος]] <span style="color: red;"><</span> επιφ. <i>ιή</i>). Η [[αναγωγή]] του στο [[ίημι]] από τους αρχαίους [[είναι]] [[μάλλον]] λαϊκή παρετυμολογική [[σύνδεση]]. Εξίσου απίθανη και η [[σύνδεση]] με το <i>ηϊ</i>- του <i>ηϊ</i>-[[κανός]] και με το <i>ηώς</i>, αν και η προκύπτουσα [[σημασία]] «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα <i>Φοίβε</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:52, 6 February 2024
English (LSJ)
ὁ, epithet of Phoebus, ἤϊε Φοῖβε Il.15.365, 20.152, h.Ap.120. (Prob. from the cry ἤ, ἤ, cf. ἰήϊος.)
German (Pape)
[Seite 1157] ὁ, Beiname des Phoibos, ἤϊε Φοῖβε, Il. 15, 365. 20, 152, nach Aristarch (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 330) der Bogenschütze, ἥϊος, von ἵημι; nach Anderen = ἰήϊος (w. m. s.), od. von ἰή, ἤ, dem gewöhnlichen Anruf; – Andere denken an ἠΰς, der Gute, vgl. Franke zu H. h. Apoll. Del. 120.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
le puissant ou celui qui frappe de loin (Phœbus).
Étymologie: ἐΰς, ἠΰς ; sel. d'autres, de la R. Ἑ, lancer, envoyer, cf. ἵημι.
Greek Monolingual
ἤϊος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)
1. (κατά τον Αρίσταρχο) τοξότης, ακοντιστής
2. (κατ' άλλους) αγαθός («ἤϊε Φοῖβε», Ύμν. εις Απόλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < επιφων. ή (πρβλ. ιήιος < επιφ. ιή). Η αναγωγή του στο ίημι από τους αρχαίους είναι μάλλον λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση. Εξίσου απίθανη και η σύνδεση με το ηϊ- του ηϊ-κανός και με το ηώς, αν και η προκύπτουσα σημασία «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα Φοίβε].
Greek Monotonic
ἤϊος: ὁ, επίθ. του Φοίβου· ἤϊε Φοῖβε, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθανόν από την ιαχή ἤ, ἤ, πρβλ. ἰήϊος, εὔϊος).
Russian (Dvoretsky)
ἤϊος: ὁ adj. ἵημι метко разящий, по друг. εὔιος приветствуемый торжественными кликами ἢ ἤ (один из эпитетов Феба) Hom., HH.
Frisk Etymological English
See also: s. ἤϊε.
Frisk Etymology German
ἤϊος: {ḗïos}
See also: s. ἤϊε.
Page 1,626