δενδρήεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δένδρον]]<br />[[woody]], Od.
|mdlsjtxt=[[δένδρον]]<br />[[woody]], Od.
}}
{{trml
|trtx====[[woody]]===
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: [[boisé]]; Galician: boscoso; Greek: [[δασώδης]], [[δασωμένος]]; Ancient Greek: [[ἀλσώδης]], [[βησσήεις]], [[δασύς]], [[δασώδης]], [[δενδρήεις]], [[δενδροφόρος]], [[δενδρόφυτος]], [[δενδρώδης]], [[δρυμῶδες]], [[δρυμώδης]], [[δρυόεις]], [[δρυωτός]], [[ἔνυλος]], [[καταλσής]], [[ναπῶδες]], [[ναπώδης]], [[ξυλῶδες]], [[ξυλώδης]], [[ὑλήεις]], [[ὑλῶδες]], [[ὑλώδης]]; German: [[bewaldet]], [[waldig]]; Hungarian: erdős; Italian: [[boscoso]]; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: [[boscoso]]; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog
}}
}}

Revision as of 18:32, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρήεις Medium diacritics: δενδρήεις Low diacritics: δενδρήεις Capitals: ΔΕΝΔΡΗΕΙΣ
Transliteration A: dendrḗeis Transliteration B: dendrēeis Transliteration C: dendrieis Beta Code: dendrh/eis

English (LSJ)

δενδρήεσσα, δενδρήεν,
A wooded, νῆσος, ἄλσος, Od.1.51, 9.200; ἀλωαί Theoc.25.30; νῆσος Jul.Mis.352a.
2 with tree-like markings, ἀχάτης Orph.L.236.
II = δενδρικός, of or for a tree, πόθος Opp.H. 4.270.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
• Alolema(s): δενδράεις Bio Fr.13.1
1 arbolado, boscoso νῆσος Od.1.51, cf. D.Chr.32.38, Iul.Mis.352a, ἄλσος Od.9.200, h.Ap.76, Bio l.c., Nonn.D.14.211, ἀλωαί Theoc.25.30, δ. Γεραιστός del cabo Geresto, al sur de Eubea, A.R.3.1244, AP 9.668 (Marian.), οὔρεα SEG 32.793.8 (Italia II/III d.C.), ἄγχεα Orph.A.433, de una ciu., Nonn.D.26.296.
2 relativo a los árboles πόθος Opp.H.4.270.
3 arbóreo, parecido a un arbol o planta γράμματα δενδρήεντα ... ὑακίνθων letras parecidas a un árbol que se ven en los jacintos (probablemente que recuerdan la Y), Nonn.D.3.154, ἀχάτης δ. ágata arbórea Orph.L.236, v. δενδραχάτης.

German (Pape)

[Seite 545] εσσα, εν, baumreich; Homer zweimal: Odyss. 1, 51 νῆσος δενδρήεσσα; 9, 200 ἐν ἄλσεἱ δενδρήεντι. – Hom. h. Ap. 76 ἄλσια δενδρήεντα; Hom. hymn. 18, 3 ἀνὰ πίση δενδρήεντα; sp. D., z. B. ἀλωαί Theocr. 25, 30; ἄγκεα Orph. Arg. 431: – Opp. πόθος, Verlangen nach den Bäumen, Hal. 4, 270.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
rempli d'arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδρήεις -εσσα -εν [δένδρεον] rijk aan bomen.

Russian (Dvoretsky)

δενδρήεις: ήεσσα, ῆεν
1 покрытый лесами, лесистый (νῆσος Hom.);
2 густой (ἄλσος Hom., HH; ἀλωαί Theocr.).

English (Autenrieth)

εσσα, εν: full of trees, woody.

Greek Monolingual

δενδρήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος δένδρα, πολύδενδροςνῆσος δενδρήεσσα», Οδ.)
2. ο σχετικός με δένδρο ή δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρεον αναλογικά προς τα επίθετα σε -ήεις (πρβλ. φωνήεις)].

Greek Monotonic

δενδρήεις: -εσσα, -εν (δένδρον), δενδρώδης, δασώδης, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρήεις: εσσα, εν, δενδρώδης, πλήρης δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = δενδρικός, ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς δένδρον, πόθος Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.

Middle Liddell

δένδρον
woody, Od.

Translations

woody

Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog