τοιχογραφέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τοιχογραφῶ, [[τοιχογραφέω]], ΝΜΑ [[τοιχογράφος]]<br />[[γράφω]] ή [[ζωγραφίζω]] σε τοίχο.
|mltxt=[[τοιχογραφῶ]], [[τοιχογραφέω]], ΝΜΑ [[τοιχογράφος]]<br />[[γράφω]] ή [[ζωγραφίζω]] σε τοίχο.
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 10 February 2024

Greek (Liddell-Scott)

τοιχογραφέω: γράφω ἢ ζωγραφῶ ἐπὶ τοίχου, Ἰγνάτ. σ. 55Α, Θεόδ. Στουδ. σ. 135Β, 142Ε, 143Β, 158D.

Greek Monolingual

τοιχογραφῶ, τοιχογραφέω, ΝΜΑ τοιχογράφος
γράφω ή ζωγραφίζω σε τοίχο.