ἀκάκης: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(4000) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akakis | |Transliteration C=akakis | ||
|Beta Code=a)ka/khs | |Beta Code=a)ka/khs | ||
|Definition=Dor. ἀκάκας [ | |Definition=Dor. [[ἀκάκας]] [ᾰκᾰκ], ὁ, [[beneficial]], ''poet.'' form of [[ἄκακος]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''855 (lyr.); [[epithet]] of [[Hades]], ''IG''7.117.3 (Megara). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀκάκᾱς<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br />[[benéfico]] ἀ. [[ἄμαχος]] βασιλεύς A.<i>Pers</i>.855, de Hades <i>IG</i> 7.117.3 (Mégara, imper.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀκάκης''': Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ-], ὁ, ποιητικὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἄκακος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 855. (λυρ.)· ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1067· πρβλ. [[ἀκάκητα]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκάκης]] και Δωρικά <i>ἀκάκας</i>, ο (Α)<br />[[άκακος]], [[αθώος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαιότερο του [[ἄκακος]] τύπο επιθέτου σε <i>ᾱ</i> / <i>η</i> (<i>ἀκάκᾱς</i> / [[ἀκάκης]]), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του [[ἄκακος]] για μετρικούς λόγους, [[αλλά]] αποτελούσε [[μάλλον]] όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους [[ἀκάκητα]], <i>Ἀκακήσιος</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκάκης:''' Δωρ. [[ἀκάκας]], [ᾰκᾰκ] <i>ὁ</i>, ποιητ. αντί [[ἄκακος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=poet. for [[ἄκακος]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 17 February 2024
English (LSJ)
Dor. ἀκάκας [ᾰκᾰκ], ὁ, beneficial, poet. form of ἄκακος, A.Pers.855 (lyr.); epithet of Hades, IG7.117.3 (Megara).
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. ἀκάκᾱς
• Prosodia: [-κᾰ-]
benéfico ἀ. ἄμαχος βασιλεύς A.Pers.855, de Hades IG 7.117.3 (Mégara, imper.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ-], ὁ, ποιητικὸς τύπος τοῦ ἄκακος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 855. (λυρ.)· ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1067· πρβλ. ἀκάκητα.
Greek Monolingual
ἀκάκης και Δωρικά ἀκάκας, ο (Α)
άκακος, αθώος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο του ἄκακος τύπο επιθέτου σε ᾱ / η (ἀκάκᾱς / ἀκάκης), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του ἄκακος για μετρικούς λόγους, αλλά αποτελούσε μάλλον όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους ἀκάκητα, Ἀκακήσιος].
Greek Monotonic
ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ] ὁ, ποιητ. αντί ἄκακος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
poet. for ἄκακος, Aesch.