ναρδόσταχυς: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(26) |
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nardostachys | |Transliteration C=nardostachys | ||
|Beta Code=nardo/staxus | |Beta Code=nardo/staxus | ||
|Definition=υος, ὁ, = | |Definition=υος, ὁ, = [[νάρδος]] ([[nard]]), Dsc. 2.16, Gal. 6.339. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0229.png Seite 229]] υος, ἡ, die ährenförmige | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0229.png Seite 229]] υος, ἡ, die ährenförmige Blüte der Narde; Schol. Nic. Ther. 605; Galen. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 16:43, 17 February 2024
English (LSJ)
υος, ὁ, = νάρδος (nard), Dsc. 2.16, Gal. 6.339.
German (Pape)
[Seite 229] υος, ἡ, die ährenförmige Blüte der Narde; Schol. Nic. Ther. 605; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ναρδόσταχυς: -υος, ὁ, ἴδε νάρδος.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ναρδόσταχυς)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βαλεριανίδες της τάξης ρουβιώδη και από διάφορα είδη του οποίου λαμβάνονται έλαια που χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα ακόμη στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού φυτού» + στάχυς (πρβλ. και λατ. nardostachys)].