ὀκρυόεις: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=okryoeis | |Transliteration C=okryoeis | ||
|Beta Code=o)kruo/eis | |Beta Code=o)kruo/eis | ||
|Definition=ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν, = [[κρυόεις]], [[chilling]], [[frightful]], [[dreadful]], [[bloodcurdling]], [[horrible]], πολέμου.. ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.64; <b class="b3">ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης</b> (Helen loq.) 6.344; ὀ. φόβος A.R.2.607; <b class="b3">ὀ. βᾶρις</b>, of Charon's boat, ''AP''7.67 (Leon.); ἀταρπιτὸς ὀ. Parm.(?)20; ὀκρυόειν ἔδαφος ''Eleg.Alex.Adesp.'' 1.7. (Freq. confused with [[ὀκρυόεις]]: [[ὀκρυόεις]] may have arisen from an early mistake in the division of words in Hom. (leg. <b class="b3">ἐπιδημίοο κρυόεντος, κακομηχάνοο κ.</b>); or ὀκ. may be cogn. with Skt. | |Definition=ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν, = [[κρυόεις]], [[chilling]], [[frightful]], [[dreadful]], [[bloodcurdling]], [[horrible]], πολέμου.. ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.64; <b class="b3">ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης</b> (Helen loq.) 6.344; ὀ. φόβος A.R.2.607; <b class="b3">ὀ. βᾶρις</b>, of Charon's boat, ''AP''7.67 (Leon.); ἀταρπιτὸς ὀ. Parm.(?)20; ὀκρυόειν ἔδαφος ''Eleg.Alex.Adesp.'' 1.7. (Freq. confused with [[ὀκρυόεις]]: [[ὀκρυόεις]] may have arisen from an early mistake in the division of words in Hom. (leg. <b class="b3">ἐπιδημίοο κρυόεντος, κακομηχάνοο κ.</b>); or ὀκ. may be cogn. with Skt. áśru, Lith. ašara '[[tear]]', and the Adj. would then mean [[tearful]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:42, 20 February 2024
English (LSJ)
ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν, = κρυόεις, chilling, frightful, dreadful, bloodcurdling, horrible, πολέμου.. ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.64; ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης (Helen loq.) 6.344; ὀ. φόβος A.R.2.607; ὀ. βᾶρις, of Charon's boat, AP7.67 (Leon.); ἀταρπιτὸς ὀ. Parm.(?)20; ὀκρυόειν ἔδαφος Eleg.Alex.Adesp. 1.7. (Freq. confused with ὀκρυόεις: ὀκρυόεις may have arisen from an early mistake in the division of words in Hom. (leg. ἐπιδημίοο κρυόεντος, κακομηχάνοο κ.); or ὀκ. may be cogn. with Skt. áśru, Lith. ašara 'tear', and the Adj. would then mean tearful.)
German (Pape)
[Seite 317] ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν (κρύος), wie κρυερός, kalt, Schauder erregend, fürchterlich; πόλεμος, Il. 9, 64; auch Helena sagt von sich ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, 6, 344; oft bei sp. D.; φόβος, Ap. Rh. 2, 607; ὀκρυόεσσα βᾶρις, vom Nachen des Charon, Leon. Tar. 59 (VII, 67), u. so öfter von Allem, was sich auf Tod und Unterwelt bezieht; es ist übrigens oft mit ὀκριόεις verwechselt, mit dem es allerdings auch einige Ähnlichkeit in der Bedeutung hat, obgleich es nie von körperlicher Rauhheit oder Unebenheit gebraucht wird.
French (Bailly abrégé)
ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν;
qui donne le frisson, effrayant, horrible.
Étymologie: ὀ- prosth., κρυόεις.
Russian (Dvoretsky)
ὀκρυόεις: ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν бросающий в холод, т. е. страшный, жуткий (πόλεμος Hom.): ὀκρυόεσσα βᾶρις Anth. страшная ладья (Харона).
Greek (Liddell-Scott)
ὀκρυόεις: ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν, ἀντὶ κρυόεις μετὰ εὐφων. ο, = κρυερός, «κρύος», ψυχρός, τρομερός, πολέμου ... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Ἰλ. Ι. 64· κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Ζ. 344· οὕτως, ὀκρ. φόβος Ἀπολλ. Ρόδ. Β 607· ὀκρυόεσσα βᾶρις, ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, Ἀνθ. Π. 7. 67. (ὀκρυόεις καὶ ὀκριόεις συχνάκις συγχέονται, ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. Τ. 4. 649). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀκρυόεν· φρικῶδες».
English (Autenrieth)
εσσα, εν (κρύος): chilling, horrible, Il. 9.64 and Il. 6.344.
Greek Monolingual
ὀκρυόεις, ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν (Α)
1. ψυχρός, παγερός
2. μτφ. τρομερός, φοβερός («πολέμου... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που έχει προέλθει από κακό χωρισμό τών λέξεων στη φρ. ἐπιδημίοο κρυόεντος, στίχου της Ιλ. Ο τ. πιθ. σχηματίστηκε κατ' επίδραση της ομόηχης λ. ὀκριόεις.
Greek Monotonic
ὀκρυόεις: ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν, αντί κρυόεις, με ευφωνικό ο, = κρυρεός, ψυχρός, παγερός, τρομακτικός, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: morbid, spooky, ghastly (Z 344, I 64, A R., AP).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Arosen from κρυόεις through false separation of ἐπιδημίοο κρυόεντος (I 64) and κακομηχάνοο κρυοέσ-σης (Z 344); see Leumann Hom. Wörter 49 f. w. lit. The phonetically close ὀκριόεις may have been of influence (Ruijgh L'élém. ach. 103).
Middle Liddell
ὀ-κρυόεις, ὀκρυόεσσα, ὀκρυόεν [for κρυόεις with o_euphon] = κρυερός
chilling, horrible, Il.
Frisk Etymology German
ὀκρυόεις: {okruóeis}
Meaning: grausig, schauerig, schauderhaft (Z 344, I 64, A R., AP u.a.).
Etymology : Aus κρυόεις entstanden durch falsche Abtrennung von ἐπιδημίοο κρυόεντος (I 64) und κακομηχάνοο κρυοέσσης (Z 344); näheres über den Verlauf bei Leumann Hom. Wörter 49 f. m. Lit. Dabei hat wahrscheinlich das lautähnliche ὀκριόεις eingewirkt (Ruijgh L’élém. ach. 103).
Page 2,374