ἐσχατάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eschatao
|Transliteration C=eschatao
|Beta Code=e)sxata/w
|Beta Code=e)sxata/w
|Definition=([[ἔσχατος]]) to [[be at the edge]], Hom. (only in Il.) always in Ep. part., <b class="b3">εἴ τινά που δητων ἕλοι ἐσχατόωντα</b> [[straying about the edge]] of the camp, Il.10.206; <b class="b3">Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα</b>, [[lying on the border]], 2.508, 616; <b class="b3">ἕσπερος ἐ.</b> the [[extreme]] west, Call.''Del.''174, cf. Theoc.7.77; κάρηνον ἐ. [[sinciput]], Arat.207: with a Verb, τεχθήσεται ἐσχατόωσα [[at last]], Man.4.459.
|Definition=([[ἔσχατος]]) to [[be at the edge]], Hom. (only in Il.) always in Ep. part., <b class="b3">εἴ τινά που δητων ἕλοι ἐσχατόωντα</b> [[straying about the edge]] of the [[camp]], Il.10.206; <b class="b3">Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα</b>, [[lying on the border]], 2.508, 616; <b class="b3">ἕσπερος ἐ.</b> the [[extreme]] [[west]], Call.''Del.''174, cf. Theoc.7.77; κάρηνον ἐ. [[sinciput]], Arat.207: with a Verb, τεχθήσεται ἐσχατόωσα [[at last]], Man.4.459.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:20, 23 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχᾰτάω Medium diacritics: ἐσχατάω Low diacritics: εσχατάω Capitals: ΕΣΧΑΤΑΩ
Transliteration A: eschatáō Transliteration B: eschataō Transliteration C: eschatao Beta Code: e)sxata/w

English (LSJ)

(ἔσχατος) to be at the edge, Hom. (only in Il.) always in Ep. part., εἴ τινά που δητων ἕλοι ἐσχατόωντα straying about the edge of the camp, Il.10.206; Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, lying on the border, 2.508, 616; ἕσπερος ἐ. the extreme west, Call.Del.174, cf. Theoc.7.77; κάρηνον ἐ. sinciput, Arat.207: with a Verb, τεχθήσεται ἐσχατόωσα at last, Man.4.459.

German (Pape)

[Seite 1045] oder ἐσχατόω, der Aeußerste, Letzte sein, nur partic. ἐσχατόων, -τόωσα, z. B. εἴ τινά που δηΐων ἕλοι ἐσχατόωντα, einen äußersten der Feinde, einen Nachzügler, Il. 10, 206; Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, an der äußersten Gränze gelegen, 2, 508. 616; Καύκασον ἐσχατόωντα Theocr. 5, 17.

French (Bailly abrégé)

seul. part. épq. ἐσχατόων;
être à l'extrémité.
Étymologie: ἔσχατος.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχᾰτάω: (только part.)
1 быть далеким (Ἀνθηδὼν ἐσχατόωσα Hom.; Καύκασος ἐσχατόων Theocr.);
2 находиться на краю: δηΐων ἐσχατόων τις Hom. кто-л. из врагов, бродящий с краю (неприятельского стана).

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχατάω: (ἔσχατος) μένω ἔσχατος, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ., εἴ τινά που δηίων ἕλοι ἐσχατόωντα, ὕστατον ὑπολειπόμενον, Ἰλ. Κ. 206· ἐπὶ πόλεως, Ἀνθηδόνα τ᾿ ἐσχατόωσαν, «τὴν ἐν τοῖς ἐσχάτοις μέρεσι τῆς Βοιωτίας κειμένην» (Σχολ.), Β. 508, Μύρσινος ἐσχατόωσα αὐτόθι 616· ἀφ᾿ ἑσπέρου ἐσχατόωντος, ἀπὸ τῆς ἐσχάτης δύσεως, Καλλίμ. εἰς Δῆλ. 174· κάρηνον ἔσχατ., τὸ βρέγμα, Ἄρατ. 207: - μετὰ ῥήματος, τεχθήσεται ἐσχατόωσα, ἐπὶ τέλους, Μανέθων 4. 459.

Greek Monotonic

ἐσχᾰτάω: (ἔσχατος), βρίσκομαι στην άκρη, βρίσκομαι στο όριο, στο περιθώριο, μένω τελευταίος, υπολείπομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. μτχ. ἐσχατόων, παραμένω στην άκρη του στρατοπέδου, στο ίδ.

Middle Liddell

ἐσχᾰτάω, ἔσχατος
to be at the edge, on the border, Il.; epic part. ἐσχατόων straying about the edge of the camp, Il.