πεποίθησις: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(nl)
mNo edit summary
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pepoithisis
|Transliteration C=pepoithisis
|Beta Code=pepoi/qhsis
|Beta Code=pepoi/qhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trust, confidence, boldness</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>18.19</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span> p.22</span> O., <span class="bibl">Ph.2.444</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Eph.</span>3.12</span>, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>2.4</span> ; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>1.3.1</span> ; <b class="b3">ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ π</b>. ib.<span class="bibl">10.1.4</span> : in pl., <span class="bibl">Babr.43.19</span>.</span>
|Definition=πεποιθήσεως, ἡ, [[trust]], [[confidence]], [[boldness]], [[LXX]] ''4 Ki.''18.19, Phld.''Lib.'' p.22 O., Ph.2.444, ''Ep.Eph.''3.12, Philum.''Ven.''2.4; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει J.''AJ''1.3.1; <b class="b3">ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ πεποίθησις</b> ib.10.1.4: in plural, Babr.43.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ἡ, Vertrauen, Zuversicht, N. T. u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ἡ, [[Vertrauen]], [[Zuversicht]], [[NT|N.T.]] u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πεποίθησις''': ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· [[ὡσαύτως]] πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.
|btext=εως (ἡ) :<br />[[confiance]], [[assurance]].<br />'''Étymologie:''' [[πέποιθα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεποίθησις -εως, [[vertrouwen]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=εως () :<br />confiance, assurance.<br />'''Étymologie:''' [[πέποιθα]].
|elrutext='''πεποίθησις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[доверие]], тж. [[уверенность]] Babr.;<br /><b class="num">2</b> [[упование]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πεποιθησεως, ἡ ([[πείθω]], 2perfect [[πέποιθα]]), [[trust]], [[confidence]] (R. V.), [[reliance]]: [[εἰς]] τινα, ἐν τίνι, [[Philo]] de nobilit. § 7; Josephus, Antiquities 1,3, 1; 3,2, 2; 10,1, 4; (11,7, 1; Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 2,3 [ET]); Zosimus (490 A.D.>), Sextus Empiricus, others; the Sept. [[once]] for בִּטָּחון, Lob. ad Phryn., p. 295.
|txtha=πεποιθησεως, ἡ ([[πείθω]], 2perfect [[πέποιθα]]), [[trust]], [[confidence]] (R. V.), [[reliance]]: εἰς τινα, ἐν τίνι, [[Philo]] de nobilit. § 7; Josephus, Antiquities 1,3, 1; 3,2, 2; 10,1, 4; (11,7, 1; Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 2,3 [ET]); Zosimus (490 A.D.>), Sextus Empiricus, others; the Sept. [[once]] for בִּטָּחון, Lob. ad Phryn., p. 295.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεποίθησις:''' ἡ, [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πεποίθησις:''' ἡ, [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{grml
|elrutext='''πεποίθησις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> доверие, тж. уверенность Babr.;<br /><b class="num">2)</b> упование NT.
|mltxt=η / [[πεποίθησις]], -ήσεως, ΝΑ<br />[[τόλμη]], [[θάρρος]] που πηγάζει από την [[πίστη]] σε [[κάτι]] ή από τη [[βεβαιότητα]] για [[κάτι]] («ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆς πίστεως αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ακλόνητη [[πίστη]] και σταθερή [[βεβαιότητα]] για την πραγματική [[υπόσταση]] ή την [[αλήθεια]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που πιστεύει ή φρονεί [[κανείς]], [[φρόνημα]], [[ιδέα]], [[αντίληψη]], [[δοξασία]] (α. «πολιτικές πεποιθήσεις» β. «θρησκευτικές πεποιθήσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπιστοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> παρακμ. [[πέποιθα]] του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>].
}}
{{ls
|lstext='''πεποίθησις''': ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· [[ὡσαύτως]] πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πεποίθησις]], εως,<br />[[trust]], [[confidence]], [[boldness]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':pepo⋯qhsij 胚拍帖西士<br />'''詞類次數''':名詞(6)<br />'''原文字根''':信服 相當於: ([[בָּטוּחַ]]&#x200E; / [[בָּטַח]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':信賴,信任,信,深信,篤信,決意,靠;源自([[πάσχω]])*=經歷)<br />'''出現次數''':總共(6);林後(4);弗(1);腓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 深信(2) 林後1:15; 林後3:4;<br />2) 靠(1) 腓3:4;<br />3) 篤信(1) 弗3:12;<br />4) 決意(1) 林後10:2;<br />5) 信任(1) 林後8:22
}}
}}
{{elnl
{{mantoulidis
|elnltext=πεποίθησις -εως, ἡ vertrouwen.
|mantxt=(=[[ἐμπιστοσύνη]]). Ἀπό τό [[πέποιθα]] τοῦ [[πείθω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 13:37, 29 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεποίθησις Medium diacritics: πεποίθησις Low diacritics: πεποίθησις Capitals: ΠΕΠΟΙΘΗΣΙΣ
Transliteration A: pepoíthēsis Transliteration B: pepoithēsis Transliteration C: pepoithisis Beta Code: pepoi/qhsis

English (LSJ)

πεποιθήσεως, ἡ, trust, confidence, boldness, LXX 4 Ki.18.19, Phld.Lib. p.22 O., Ph.2.444, Ep.Eph.3.12, Philum.Ven.2.4; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει J.AJ1.3.1; ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ πεποίθησις ib.10.1.4: in plural, Babr.43.19.

German (Pape)

[Seite 560] ἡ, Vertrauen, Zuversicht, N.T. u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
confiance, assurance.
Étymologie: πέποιθα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεποίθησις -εως, ἡ vertrouwen.

Russian (Dvoretsky)

πεποίθησις: εως ἡ тж. pl.
1 доверие, тж. уверенность Babr.;
2 упование NT.

English (Strong)

from the perfect of the alternate of πάσχω; reliance: confidence, trust.

English (Thayer)

πεποιθησεως, ἡ (πείθω, 2perfect πέποιθα), trust, confidence (R. V.), reliance: εἰς τινα, ἐν τίνι, Philo de nobilit. § 7; Josephus, Antiquities 1,3, 1; 3,2, 2; 10,1, 4; (11,7, 1; Clement of Rome, 1 Corinthians 2,3 [ET]); Zosimus (490 A.D.>), Sextus Empiricus, others; the Sept. once for בִּטָּחון, Lob. ad Phryn., p. 295.

Greek Monotonic

πεποίθησις: ἡ, πίστη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, σε Καινή Διαθήκη

Greek Monolingual

η / πεποίθησις, -ήσεως, ΝΑ
τόλμη, θάρρος που πηγάζει από την πίστη σε κάτι ή από τη βεβαιότητα για κάτι («ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆς πίστεως αὐτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ακλόνητη πίστη και σταθερή βεβαιότητα για την πραγματική υπόσταση ή την αλήθεια ενός πράγματος
2. καθετί που πιστεύει ή φρονεί κανείς, φρόνημα, ιδέα, αντίληψη, δοξασία (α. «πολιτικές πεποιθήσεις» β. «θρησκευτικές πεποιθήσεις»)
αρχ.
εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακμ. πέποιθα του πείθω + κατάλ. -σις].

Greek (Liddell-Scott)

πεποίθησις: ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· ὡσαύτως πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.

Middle Liddell

πεποίθησις, εως,
trust, confidence, boldness, NTest.

Chinese

原文音譯:pepo⋯qhsij 胚拍帖西士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:信服 相當於: (בָּטוּחַ‎ / בָּטַח‎)
字義溯源:信賴,信任,信,深信,篤信,決意,靠;源自(πάσχω)*=經歷)
出現次數:總共(6);林後(4);弗(1);腓(1)
譯字彙編
1) 深信(2) 林後1:15; 林後3:4;
2) 靠(1) 腓3:4;
3) 篤信(1) 弗3:12;
4) 決意(1) 林後10:2;
5) 信任(1) 林後8:22

Mantoulidis Etymological

(=ἐμπιστοσύνη). Ἀπό τό πέποιθα τοῦ πείθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.