παραμυθία: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "lettelse,(pain)" to "lettelse,") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=παραμυθιας, ἡ ([[παραμυθέομαι]]), in classical Greek [[any]] [[address]], [[whether]] made for the [[purpose]] of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and [[consoling]]; [[once]] in the N. T., [[like]] the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to [[consolation]], [[comfort]]: [[Plato]], Ax., p. 365a.; [[Aeschines]] [[dial]]. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, [[dial]]. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the [[end]].) | |txtha=παραμυθιας, ἡ ([[παραμυθέομαι]]), in classical Greek [[any]] [[address]], [[whether]] made for the [[purpose]] of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and [[consoling]]; [[once]] in the [[NT|N.T.]], [[like]] the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to [[consolation]], [[comfort]]: [[Plato]], Ax., p. 365a.; [[Aeschines]] [[dial]]. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, [[dial]]. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the [[end]].) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 49: | Line 49: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[προτροπή]], [[παρηγοριά]]). Ἀπό τό [[παραμυθέομαι]] -οῦμαι (=[[παρηγορῶ]]) → [[παρά]] + [[μῦθος]] (=[[λόγος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[παραμύθημα]], [[παραμυθητέον]], [[παραμυθητής]], [[παραμυθητικός]], [[παραμυθητός]], [[παραμυθήτωρ]], [[παραμύθιον]], [[ἀπαραμύθητος]] (=[[ἀδυσώπητος]], [[ἀπαρηγόρητος]]), ἀπαραμυθήτως (=[[ἀδιόρθωτα]]), [[δυσπαραμύθητος]], [[εὐπαραμύθητος]]. | |mantxt=(=[[προτροπή]], [[παρηγοριά]]). Ἀπό τό [[παραμυθέομαι]] -οῦμαι (=[[παρηγορῶ]]) → [[παρά]] + [[μῦθος]] (=[[λόγος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[παραμύθημα]], [[παραμυθητέον]], [[παραμυθητής]], [[παραμυθητικός]], [[παραμυθητός]], [[παραμυθήτωρ]], [[παραμύθιον]], [[ἀπαραμύθητος]] (=[[ἀδυσώπητος]], [[ἀπαρηγόρητος]]), ἀπαραμυθήτως (=[[ἀδιόρθωτα]]), [[δυσπαραμύθητος]], [[εὐπαραμύθητος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[relief]]=== | |||
Arabic: رَاحَة, تَخْفِيف; Belarusian: палёгка, аблягчэнне; Bulgarian: облекчение; Catalan: consol, alleujament; Chinese Mandarin: 解除, 安心, 救濟/救济; Czech: úleva; Danish: lettelse; Dutch: [[opluchting]]; Finnish: helpotus, huojennus; French: [[soulagement]], [[allégement]]; Galician: alivio, acougo; German: [[Erleichterung]], [[Entlastung]]; Greek: [[ανακούφιση]]; Ancient Greek: [[ἄκημα]], [[ἄκος]], [[ἀνακούφισις]], [[ἀνακούφισμα]], [[ἀνάψυξις]], [[ἀναψυχή]], [[ἀνοχή]], [[ἀπαλλαγή]], [[ἀπολώφησις]], [[ἐπικουφισμός]], [[εὐαρέστησις]], [[κούφισις]], [[κουφότης]], [[λώφημα]], [[παραμυθία]], [[πράϋνσις]], [[συνυπόληψις]]; Hebrew: הקלה; Hungarian: könnyítés, enyhítés, csillapítás; Irish: faoiseamh; Italian: [[sollievo]]; Japanese: 安心, 救済; Korean: 제고, 안심; Latin: [[solacium]], [[aberratio]]; Maori: whakamāmātanga; Norwegian Bokmål: lettelse, lindring; Nynorsk: lindring; Polish: ulga; Portuguese: [[alívio]]; Quechua: allinyay; Romanian: ușurare, alinare; Russian: [[облегчение]]; Scottish Gaelic: faochadh; Spanish: [[alivio]], [[desahogo]]; Swahili: faraja; Swedish: lättnad, lindring; Telugu: ఉపశమనం; Ukrainian: полегшення; Welsh: gollyngdod, rhyddhad | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:24, 1 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A encouragement, exhortation, Pl.R.450d, Phld.Ir.p.65 W.(pl.); reassurance, gentle persuasion, Pl.Phd.70b, Lg.720a.
2 consolation, Id.Ax. 365a, Arr.Epict.1.1.18; diversion, distraction, Pl.Sph.224a.
3 relief from, abatement of, φθόνου Plu.Them.22; τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων Id.Dio 52, etc.; ταλαιπωρούντων παραμυθίαSome versions have ἐπιθυμία instead and the reference is 19 instead of 13. See here = the relief of those who toil in hardship (of sleep), Secundus, Sententiae 13.
4 explanation, solution of a difficulty, παραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν Plu. 2.395f, cf. 929f, Simp.in Ph.361.19.
5 excuse, ἔχειν τινὰ παραμυθίαν Longin.4.7, cf. Hermog.Id.1.11, al.
German (Pape)
[Seite 490] ἡ, das Zureden, die Ermunterung, Ermahnung, Überredung; ἡ τῶν ὄχλων κήλησις καὶ παρ. Plat. Euthyd. 290 a; Phaed. 70 b u. öfter, u. A. – Trost, Linderung, Plat. Ax. 385 a; auch im Gegensatz von σπουδή, Erholung, Soph. 224 a; Plut. u. a. Sp., παραμυθίαν οὐ μικρὰν ἔχω, Luc. Nigr. 7. Auch Entschuldigung, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. parole d'exhortation, d'où
1 propr. exhortation, encouragement;
2 action d'apaiser ou en gén., d'atténuer, réconfort;
II. action de persuader.
Étymologie: παραμυθέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραμυθία -ας, ἡ [παραμυθέομαι] aanmoediging, aansporing. bemoediging. verlichting:. παραμυθία τῶν πόνων verlichting van de inspanningen Plut. Dion 52.3; τὰ μὲν παραμυθίας, τὰ δὲ καὶ σπουδῆς χάριν sommige dingen ter ontspanning, andere als serieuze bezigheid Plat. Sph. 224a.
Russian (Dvoretsky)
παραμῡθία: ἡ
1 уговаривание, увещевание (τῶν ὄχλων Plat.);
2 доказательство (τοῦτο οὐκ ὀλίγης παραμυθίας δεῖται Plat.);
3 ослабление, облегчение (τῶν πονων καὶ τῶν κινδύνων Plut.);
4 развлечение, увеселение (παραμυθίας χάριν Plat.);
5 успокоение, утешение Plat., NT.
Greek (Liddell-Scott)
παραμυθία: ἡ, τὸ παρθαρρύνειν, προτροπή, Πλάτ. Πολ. 450D ὡσαύτως, κατάπεισις, ἀποδεικτικὴ συζήτησις, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 70Β, Νόμ. 720Α. 2) παρηγορία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 365Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 18· -ὡσαύτως ἄνεσις, ἡσυχία, Πλάτ. Σοφιστ. 224Α. 3) ἀνακούφισις ἀπό τινος, κατάπτωσίς τινος, Πλουτ. Θεμ. 22· τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 52, κλ.· μείωσις, ἐλάττωσις, ὁ αὐτ. 2. 395F· δικαιολογία, ἔχειν τινα π. Λογγῖν. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 395.
English (Strong)
from παραμυθέομαι; consolation (properly, abstract): comfort.
English (Thayer)
παραμυθιας, ἡ (παραμυθέομαι), in classical Greek any address, whether made for the purpose of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and consoling; once in the N.T., like the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to consolation, comfort: Plato, Ax., p. 365a.; Aeschines dial. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, dial. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the end.)
Greek Monolingual
ἡ, ΝΜΑ παραμυθούμαι
καθετί που γίνεται ή λέγεται για να ανακουφίσει τον πόνο, ιδίως τον ψυχικό, παρηγοριά
αρχ.
1. προτροπή, παρακίνηση
2. αποδεικτική συζήτηση, δηλαδή συζήτηση με την οποία ο ομιλητής πείθει εντελώς τον ακροατή
3. αναψυχή, τέρψη
4. ανακούφιση, καταπράυνση
5. λύση δυσκολίας, διασάφηση απορίας, εξήγηση («παραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν», Πλούτ.)
6. δικαιολογία.
Greek Monotonic
παραμῡθία: ἡ,
1. ενθάρρυνση, προτροπή, πειθώ, σε Πλάτ.
2. παρηγορία, αναψυχή, στον ίδ.
3. ανακούφιση από λυπηρό συναίσθημα, απαλλαγή, φθόνου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
παραμῡθία, ἡ, [from παραμῡθέομαι]
1. encouragement, exhortation, persuasion, Plat.
2. consolation, diversion, Plat.
3. relief from, abatement of, φθόνου Plut.
Chinese
原文音譯:paramuq⋯a 爬拉-祕提阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-閉
字義溯源:撫慰,安慰,激勵,勉勵;源自(παραμυθέομαι)=接近安慰);由(παρά)*=旁,出於)與(μῦθος)*=虛語)組成。參讀 (παράκλησις)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 安慰(1) 林前14:3
English (Woodhouse)
consolation, exhortation, soothing
References
Mantoulidis Etymological
(=προτροπή, παρηγοριά). Ἀπό τό παραμυθέομαι -οῦμαι (=παρηγορῶ) → παρά + μῦθος (=λόγος).
Παράγωγα: παραμύθημα, παραμυθητέον, παραμυθητής, παραμυθητικός, παραμυθητός, παραμυθήτωρ, παραμύθιον, ἀπαραμύθητος (=ἀδυσώπητος, ἀπαρηγόρητος), ἀπαραμυθήτως (=ἀδιόρθωτα), δυσπαραμύθητος, εὐπαραμύθητος.
Translations
relief
Arabic: رَاحَة, تَخْفِيف; Belarusian: палёгка, аблягчэнне; Bulgarian: облекчение; Catalan: consol, alleujament; Chinese Mandarin: 解除, 安心, 救濟/救济; Czech: úleva; Danish: lettelse; Dutch: opluchting; Finnish: helpotus, huojennus; French: soulagement, allégement; Galician: alivio, acougo; German: Erleichterung, Entlastung; Greek: ανακούφιση; Ancient Greek: ἄκημα, ἄκος, ἀνακούφισις, ἀνακούφισμα, ἀνάψυξις, ἀναψυχή, ἀνοχή, ἀπαλλαγή, ἀπολώφησις, ἐπικουφισμός, εὐαρέστησις, κούφισις, κουφότης, λώφημα, παραμυθία, πράϋνσις, συνυπόληψις; Hebrew: הקלה; Hungarian: könnyítés, enyhítés, csillapítás; Irish: faoiseamh; Italian: sollievo; Japanese: 安心, 救済; Korean: 제고, 안심; Latin: solacium, aberratio; Maori: whakamāmātanga; Norwegian Bokmål: lettelse, lindring; Nynorsk: lindring; Polish: ulga; Portuguese: alívio; Quechua: allinyay; Romanian: ușurare, alinare; Russian: облегчение; Scottish Gaelic: faochadh; Spanish: alivio, desahogo; Swahili: faraja; Swedish: lättnad, lindring; Telugu: ఉపశమనం; Ukrainian: полегшення; Welsh: gollyngdod, rhyddhad