κοττίς: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοττίς]], δωρ. τ. [[κοτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> [[παρεγκεφαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κοττίς]] [[καθώς]] και η [[συγγενής]] λ. [[κόττος]] «[[πετεινός]], [[κύβος]]» συνδέονται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]] και [[κοτύλη]], [[οπότε]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοτ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[λάκκος]], [[δωμάτιο]]», ενώ το διπλό -<i>ττ</i>- οφείλεται [[μάλλον]] σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι λ. αυτές ([[κοττίς]], [[κότταβος]], [[κοτύλη]]) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. [[υπόστρωμα]]. Η αρχική σημ. τών λ. [[είναι]] «[[κοιλότητα]]» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «[[δοχείο]]» και «[[κεφαλή]]», θ. <i>κοττ</i>- της λ. [[κοττίς]] εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια <i>Κοττάς</i>, <i>Κοττίς</i>, <i>κότταλος</i>, -<i>άλη</i>, <i>κότταρος</i>, <i>Κόττος</i>, <i>Κοττώ</i>].
|mltxt=[[κοττίς]], δωρ. τ. [[κοτίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> [[παρεγκεφαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κοττίς]] [[καθώς]] και η [[συγγενής]] λ. [[κόττος]] «[[πετεινός]], [[κύβος]]» συνδέονται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]] και [[κοτύλη]], [[οπότε]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοτ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[λάκκος]], [[δωμάτιο]]», ενώ το διπλό -<i>ττ</i>- οφείλεται [[μάλλον]] σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι λ. αυτές ([[κοττίς]], [[κότταβος]], [[κοτύλη]]) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. [[υπόστρωμα]]. Η αρχική σημ. τών λ. [[είναι]] «[[κοιλότητα]]» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «[[δοχείο]]» και «[[κεφαλή]]», θ. <i>κοττ</i>- της λ. [[κοττίς]] εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια <i>Κοττάς</i>, <i>Κοττίς</i>, <i>κότταλος</i>, -<i>άλη</i>, <i>κότταρος</i>, <i>Κόττος</i>, <i>Κοττώ</i>].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 14:09, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοττίς Medium diacritics: κοττίς Low diacritics: κοττίς Capitals: ΚΟΤΤΙΣ
Transliteration A: kottís Transliteration B: kottis Transliteration C: kottis Beta Code: kotti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dor. for κεφαλή, Poll.2.29, Phot. s.v. προκότταν:—in Hp. written κοτίς, occiput, Morb.2.20, cf. Erot.Fr.56, Gal.19.113.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
nom de la tête en dorien.
Étymologie: DELG terme familier obscur.

Greek Monolingual

κοττίς, δωρ. τ. κοτίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. κεφαλή
2. παρεγκεφαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κοττίς καθώς και η συγγενής λ. κόττος «πετεινός, κύβος» συνδέονται πιθ. με τις λ. κότταβος και κοτύλη, οπότε ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα κοτ- της ΙΕ ρίζας ket- «λάκκος, δωμάτιο», ενώ το διπλό -ττ- οφείλεται μάλλον σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' άλλη άποψη, οι λ. αυτές (κοττίς, κότταβος, κοτύλη) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. υπόστρωμα. Η αρχική σημ. τών λ. είναι «κοιλότητα» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «δοχείο» και «κεφαλή», θ. κοττ- της λ. κοττίς εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κοττάς, Κοττίς, κότταλος, -άλη, κότταρος, Κόττος, Κοττώ].

Frisk Etymological English

Meaning: hairdress with long hair on the forehead (Poll., H., Phot.).
Other forms: -ίδος f. Dor. for κεφαλή (Poll., H., Phot.); also κοτίς (Hp.), = ἰνίον, παρεγκεφαλίς (Gal.), τῆς κεφαλῆς ἡ κορυφή (Erot.).
Compounds: As 2. member in προκοττίς ἡ χαίτη H. and προκόττα f. (dor.)
Derivatives: κόττικοι αἱ περικεφαλαῖαι; κοττάρια τὰ ἄκρα τῆς κέγχρου H. - Beside it κόττος = κύβος (Cod. Just.), κοττός (κόττος) ὄρνις. καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῃ̃ κεφαλῃ̃ λόφον (cf. NGr. κόττα chicken); κοττοβολεῖν τὸ παρατηρεῖν τινα ὄρνιν H. On κόττος as name of a river-fish (Arist. HA 534a 1) s. Strömberg Fischnamen 119 (after the cock). - PN Κοττίς, Κότταλος, -άλη (Herod.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection with κοτύλη bowl, dish is a guess. For a basic *κοτϜ-ίς (Scheftelowitz BB 28, 146) there is no support; rather in this popular diminut. an expressive gemination. - Acc. to Hubschmid Romance Philology 6, 190ff. these words (incl. κοτύλη) come from a pre-IE. hispano-caucasian language-group and have in Iberoromance, in Basque and elsewhere several cognates; orig. meaning concave or convex rounding, from where vessel (> head), also hill, head etc. Unhappily most concrete objects can be brought under such a denominator. - Here acc. to Hubschmid also κότταβος as orig. vessel-name. - Diff. on κόττος Mann Lang. 28, 35. - Fur. 362 connects κοτ(τ) ίς, (προ)κόττα with σκύτη κεφαλή H.(?); the geminate would point to Pre-Greek..

{{FriskDe |ftr=κοττίς: -ίδος
{kottís}
Forms: dor. für κεφαλή (Poll., H., Phot.); auch κοτίς (Hp.), = ἰνίον, παρεγκεφαλίς (Gal.), [[τῆς κεφαλῆς ἡ κορυφή (Erot.).
Grammar: f.
Meaning: Haartracht mit langem Stirnhaar (Poll., H., Phot.).
Composita: Als Hinterglied in προκοττίς· ἡ χαίτη H. und προκόττα f. (dor.)
Derivative: Ableitungen κόττικοι· αἱ περικεφαλαῖαι; κοττάρια· τὰ ἄκρα τῆς κέγχρου H. — Daneben κόττος = κύβος (Cod. Just.), κοττός (κόττοςὄρνις. καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον (vgl. ngr. κόττα Huhn); κοττοβολεῖν· τὸ παρατηρεῖν τινα ὄρνιν H. Über κόττος als N. eines Flußfisches (Arist.HA 534a 1) s. Strömberg Fischnamen 119 (nach dem Hahn). — PN Κοττίς, Κότταλος, -άλη (Herod.).
Etymology: Beziehung zu κοτύλη Napf, Schälchen ist sehr wohl möglich, aber eine Grundform *κοτϝίς (Scheftelowitz BB 28, 146) hat wenig für sich; eher liegt bei diesem volkstümlichen Deminutivum eine expressive Gemination vor. — Nach Hubschmid Romance Philology 6, 190ff. stammen die betreffenden Wörter (einschließlich κοτύλη usw.) aus einer voridg. hispano-kaukasischen Sprachschicht und haben im Iberoromanischen, im Baskischen und anderswo zahlreiche Verwandte; ursprüngliche Bedeutung konkave oder konvexe Rundung, woher einerseits Gefäß (> Kopf), anderseits Hügel, Kopf u. a. m. Leider lassen sich die meisten konkreten Gegenstände unter einen solchen Hauptnenner bringen. — Hierher nach Hubschmid auch κότταβος als urspr. Gefäßname. — Noch anders über κόττος usw. Mann Lang. 28, 35.
Page 1,933 }}

German (Pape)

ἡ, s. κοτίς.