κιστίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιστίς]], -[[ίδος]] και κίστεως, ἡ (Α)<br />μικρό [[κιβώτιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>is</i> ([[πρβλ]]. [[θυρίς]], [[πινακίς]])].
|mltxt=[[κιστίς]], -ίδος και κίστεως, ἡ (Α)<br />μικρό [[κιβώτιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>is</i> ([[πρβλ]]. [[θυρίς]], [[πινακίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κιστίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[κίστη]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κιστίς:''' -ίδος, ἡ, υποκορ. του [[κίστη]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιστίς Medium diacritics: κιστίς Low diacritics: κιστίς Capitals: ΚΙΣΤΙΣ
Transliteration A: kistís Transliteration B: kistis Transliteration C: kistis Beta Code: kisti/s

English (LSJ)

ίδος (εως Nic.Dam.52 J.), ἡ, Dim. of κίστη, Hp.Mul.1.104, dub. in Hld.4.11; κιστίδος used to balance ἀσπίδος, Ar.Ach.1138.

German (Pape)

[Seite 1443] ίδος, ἡ, dim. von κίστη, mit Anspielung auf κύστις, Ar. Ach. 1138.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιστίς -ίδος, ἡ, demin. van κίστη, mandje.

Russian (Dvoretsky)

κιστίς: ίδος (ῐδ) ἡ ящичек или корзинка Arph.

Greek Monolingual

κιστίς, -ίδος και κίστεως, ἡ (Α)
μικρό κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. -is (πρβλ. θυρίς, πινακίς)].

Greek Monotonic

κιστίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του κίστη, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κιστίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κίστη, Ἱππ. 635. 52· ἴδε ἐν λέξ. κίστη.

Middle Liddell

κιστίς, ίδος [Dim. of κίστη, Ar.]