σίρις: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Α<br />η [[ξυρίς]], [[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ξυρίς]], -[[ίδος]]].<br /> ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σίρις]].
|mltxt=και σῖρις, -ίριδος, ἡ, Α<br />η [[ξυρίς]], [[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ξυρίς]], -ίδος].<br /> ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σίρις]].
}}
}}

Latest revision as of 14:18, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίρις Medium diacritics: σίρις Low diacritics: σίρις Capitals: ΣΙΡΙΣ
Transliteration A: síris Transliteration B: siris Transliteration C: siris Beta Code: si/ris

English (LSJ)

ἀπαίδευτος, Hsch.

Greek Monolingual

και σῖρις, -ίριδος, ἡ, Α
η ξυρίς, είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ξυρίς, -ίδος].
ἡ, Α
βλ. σίρις.