τρόπαλις: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tropalis
|Transliteration C=tropalis
|Beta Code=tro/palis
|Beta Code=tro/palis
|Definition=ιδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bundle]], [[bunch]], <b class="b3">σκορόδων τ</b>. <b class="b2">a bunch</b> of garlic, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ach.</span>813</span> (Megar.). (Dor. for <b class="b3">τρόπηλις</b>, which is given with this accent by Hdn.Gr.<span class="bibl">1.91</span>; but in Ar. l.c. codd. RA<b class="b3">Γ</b> have <b class="b3">τροπαλλίδος</b> and Suid. <b class="b3">τροφαλλίδος</b>:—cf. [[τριοπηλίς]] and <b class="b3">τριτοπηλίς</b>.) </span>
|Definition=ιδος, ἡ, [[bundle]], [[bunch]], <b class="b3">σκορόδων τ.</b> a [[bunch]] of garlic, Ar. ''Ach.''813 (Megar.). (Dor. for [[τρόπηλις]], which is given with this accent by Hdn.Gr.1.91; but in Ar. [[l.c.]] codd. RA[[Γ]] have [[τροπαλλίδος]] and Suid. [[τροφαλλίδος]]:—cf. [[τριοπηλίς]] and [[τριτοπηλίς]].)  
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τροπαλλίς]], -[[ίδος]], και [[τρόπαλις]] και αττ. τ. [[τρόπηλις]] και, [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α<br />[[δέσμη]], [[δεμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. [[τροπαλλίς]] <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αλ</i>- με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]- (<b>πρβλ.</b> <i>θαμν</i>-<i>ίς</i>). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>τροπᾱλίς</i>, [[γιατί]] ο [[στίχος]] υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
|mltxt=και [[τροπαλλίς]], -ίδος, και [[τρόπαλις]] και αττ. τ. [[τρόπηλις]] και, [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α<br />[[δέσμη]], [[δεμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. [[τροπαλλίς]] <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αλ</i>- με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος- ([[πρβλ]]. [[θαμνίς]]). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>τροπᾱλίς</i>, [[γιατί]] ο [[στίχος]] υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρόπαλις -ιδος, ἡ [τρέπω] Dor. bundel, streng:. σκορόδων τρόπαλις streng knoflook Aristoph. Ach. 81.
|elnltext=τρόπαλις -ιδος, ἡ [τρέπω] Dor. bundel, streng:. σκορόδων τρόπαλις streng knoflook Aristoph. Ach. 81.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρόπᾱλις, ιδος, ἡ,<br />a [[bundle]], [[bunch]], σκορόδων τρ. a [[bunch]] of [[garlic]], Ar. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=τρόπᾱλις, ιδος, ἡ,<br />a [[bundle]], [[bunch]], σκορόδων τρ. a [[bunch]] of [[garlic]], Ar. [deriv. uncertain]
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόπᾱλις Medium diacritics: τρόπαλις Low diacritics: τρόπαλις Capitals: ΤΡΟΠΑΛΙΣ
Transliteration A: trópalis Transliteration B: tropalis Transliteration C: tropalis Beta Code: tro/palis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, bundle, bunch, σκορόδων τ. a bunch of garlic, Ar. Ach.813 (Megar.). (Dor. for τρόπηλις, which is given with this accent by Hdn.Gr.1.91; but in Ar. l.c. codd. RAΓ have τροπαλλίδος and Suid. τροφαλλίδος:—cf. τριοπηλίς and τριτοπηλίς.)

French (Bailly abrégé)

c. τρόπηλις.

Greek Monolingual

και τροπαλλίς, -ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α
δέσμη, δεμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + υγρό ένθημα -αλ- με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. θαμνίς). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε τροπᾱλίς, γιατί ο στίχος υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].

Greek Monotonic

τρόπᾱλις: -ιδος, ἡ, δεσμίδα, δεμάτι, σκορόδων τρόπαλις, δεσμίδα σκόρδων, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρόπαλις -ιδος, ἡ [τρέπω] Dor. bundel, streng:. σκορόδων τρόπαλις streng knoflook Aristoph. Ach. 81.

Middle Liddell

τρόπᾱλις, ιδος, ἡ,
a bundle, bunch, σκορόδων τρ. a bunch of garlic, Ar. [deriv. uncertain]