μαγάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=magas
|Transliteration C=magas
|Beta Code=maga/s
|Beta Code=maga/s
|Definition=άδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bridge of the cithara]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>1.8</span>, <span class="bibl">2.16</span>, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VS</span>1.7.1</span>, <span class="bibl">1.21.3</span>, Hsch.</span>
|Definition=μαγάδος, ἡ, [[bridge of the cithara]], Ptol.''Harm.''1.8, 2.16, Philostr. ''VS''1.7.1, 1.21.3, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />[[chevalet de la cithare]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[μάγαδις]].
}}
{{pape
|ptext=άδος, ἡ, <i>der Steg, über den die [[Saiten]] der [[Zither]] [[gespannt]] wurden, Vetera Lexica</i>; Philostr. sagte [[καθάπερ]] αἱ μαγάδες τοῖς ὀργάνοις, προσηχεῖ ὁ Δίων. – Aber Xen. <i>An</i>. 7.3.32 κέρασιν αὐλοῦντες καὶ σάλπιγξιν … [[ῥυθμός]] τε καὶ [[οἷον]] μαγάδι σαλπίζοντες ist dat. von [[μάγαδις]] (vgl. Ath. XIV.634f) und scheint <i>ein Accompagnieren in der [[Oktave]]</i> zu [[bedeuten]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ = [[μαγάδιον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰγάς''': -άδος, ἡ, ἡ [[γέφυρα]] ἢ καβάλη τῆς κιθάρας ἢ λύρας ἡ τὰς χορδὰς ὑποβαστάζουσα, Λατ. pons (πρβλ. [[ὑπολύριος]]), Φιλόστρ. 487, 516, Γρηγ. Ναζ. 1. 553, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ., πρβλ. [[μαγάδιον]].
|lstext='''μᾰγάς''': -άδος, ἡ, ἡ [[γέφυρα]] ἢ καβάλη τῆς κιθάρας ἢ λύρας ἡ τὰς χορδὰς ὑποβαστάζουσα, Λατ. pons (πρβλ. [[ὑπολύριος]]), Φιλόστρ. 487, 516, Γρηγ. Ναζ. 1. 553, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ., πρβλ. [[μαγάδιον]].
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />chevalet de la cithare.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μάγαδις]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαγάς]], -[[άδος]], ἡ(Α)<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της κιθάρας ή της λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, [[γέφυρα]], [[καβαλάρης]] («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, [[καθάπερ]] ἐν τοῑς ὀργάνοις ἡ [[μαγάς]]», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[μάγαδις]]].
|mltxt=[[μαγάς]], -[[άδος]], ἡ(Α)<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της κιθάρας ή της λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, [[γέφυρα]], [[καβαλάρης]] («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, [[καθάπερ]] ἐν τοῖς ὀργάνοις ἡ [[μαγάς]]», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[μάγαδις]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰγάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ, [[καβαλάρης]] ([[εξάρτημα]] που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. [[pons]].
|lsmtext='''μᾰγάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ, [[καβαλάρης]] ([[εξάρτημα]] που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. [[pons]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ = [[μαγάδιον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />the [[bridge]] of the [[cithara]], Lat. [[pons]].
|mdlsjtxt=the [[bridge]] of the [[cithara]], Lat. [[pons]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγάς Medium diacritics: μαγάς Low diacritics: μαγάς Capitals: ΜΑΓΑΣ
Transliteration A: magás Transliteration B: magas Transliteration C: magas Beta Code: maga/s

English (LSJ)

μαγάδος, ἡ, bridge of the cithara, Ptol.Harm.1.8, 2.16, Philostr. VS1.7.1, 1.21.3, Hsch.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
chevalet de la cithare.
Étymologie: DELG μάγαδις.

German (Pape)

άδος, ἡ, der Steg, über den die Saiten der Zither gespannt wurden, Vetera Lexica; Philostr. sagte καθάπερ αἱ μαγάδες τοῖς ὀργάνοις, προσηχεῖ ὁ Δίων. – Aber Xen. An. 7.3.32 κέρασιν αὐλοῦντες καὶ σάλπιγξιν … ῥυθμός τε καὶ οἷον μαγάδι σαλπίζοντες ist dat. von μάγαδις (vgl. Ath. XIV.634f) und scheint ein Accompagnieren in der Oktave zu bedeuten.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγάς: άδος (ᾰδ) ἡ = μαγάδιον.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγάς: -άδος, ἡ, ἡ γέφυρα ἢ καβάλη τῆς κιθάρας ἢ λύρας ἡ τὰς χορδὰς ὑποβαστάζουσα, Λατ. pons (πρβλ. ὑπολύριος), Φιλόστρ. 487, 516, Γρηγ. Ναζ. 1. 553, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ., πρβλ. μαγάδιον.

Greek Monolingual

μαγάς, -άδος, ἡ(Α)
ξύλινο εξάρτημα της κιθάρας ή της λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, γέφυρα, καβαλάρης («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, καθάπερ ἐν τοῖς ὀργάνοις ἡ μαγάς», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μάγαδις].

Greek Monotonic

μᾰγάς: -άδος[ᾰ], ἡ, καβαλάρης (εξάρτημα που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. pons.

Middle Liddell

the bridge of the cithara, Lat. pons.