συμμιμνήσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
(6)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmimniskomai
|Transliteration C=symmimniskomai
|Beta Code=summimnh/skomai
|Beta Code=summimnh/skomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bear in mind along with</b>, ταῦτα συμμέμνησθέ μοι <span class="bibl">D.46.2</span>.</span>
|Definition=Pass., [[bear in mind along with]], ταῦτα συμμέμνησθέ μοι D.46.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμιμνήσκομαι''': Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15.
|lstext='''συμμιμνήσκομαι''': Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[μιμνήσκομαι]]<br />[[αναθυμούμαι]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμιμνήσκομαι:''' Παθ., [[φέρνω]] μαζί στη [[μνήμη]] μου, σε Δημ.
|lsmtext='''συμμιμνήσκομαι:''' Παθ., [[φέρνω]] μαζί στη [[μνήμη]] μου, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to [[bear]] in [[mind]] with, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμιμνήσκομαι Medium diacritics: συμμιμνήσκομαι Low diacritics: συμμιμνήσκομαι Capitals: ΣΥΜΜΙΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: symmimnḗskomai Transliteration B: symmimnēskomai Transliteration C: symmimniskomai Beta Code: summimnh/skomai

English (LSJ)

Pass., bear in mind along with, ταῦτα συμμέμνησθέ μοι D.46.2.

German (Pape)

[Seite 983] (s. μιμνήσκω), pass., sich zugleich erinnern, συμμέμνησθέ μοι ταῦτα, denkt mir ja daran, Dem. 46, 2, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμιμνήσκομαι: Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15.

Greek Monolingual

Α μιμνήσκομαι
αναθυμούμαι μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συμμιμνήσκομαι: Παθ., φέρνω μαζί στη μνήμη μου, σε Δημ.

Middle Liddell

Pass. to bear in mind with, Dem.