πύππαξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyppaks
|Transliteration C=pyppaks
|Beta Code=pu/ppac
|Beta Code=pu/ppac
|Definition=an exclamation of admiration, [[bravo]]! <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>303a</span>, <span class="title">Com.Adesp.</span>1130.
|Definition=an exclamation of admiration, [[bravo]]! Pl.''Euthd.''303a, ''Com.Adesp.''1130.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=<i>interj.</i><br /><i>c.</i> [[πυππάξ]].
|btext=<i>interj.</i><br /><i>c.</i> [[πυππάξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πύππαξ''': [[ἐπιφώνημα]] θαυμασμοῦ ἢ σχετλιασμοῦ· ὡς τὸ [[πόποι]], [[βαβαί]], [[βομβάξ]], Λατιν. papae, babai, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πύππαξ]]· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον [[πύππαξ]] ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη· οὐκ ἔστι δέ· τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ [[πύππαξ]] [[οὐχί]]»· κατὰ δὲ Φώτιον: «[[πύππαξ]] [[ἐπίφθεγμα]] σχετλιασμοῦ ὡς πένθους ἀμε ἀφριστον»· - [[ἐντεῦθεν]] πυππάζω, φωνῇ ποιᾷ χρῶμαι, ἐπιφωνῶ [[πύππαξ]], Κρατῖνος ἐν «Δραπέτεσιν»7, πρβλ. [[ὑπερπυππάζω]].
|elnltext=πύππαξ bewonderende uitroep: bravo!
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''πύππαξ:''' επιφών. έκπληξης, [[μπράβο]]! σε Πλάτ.
|lsmtext='''πύππαξ:''' επιφών. έκπληξης, [[μπράβο]]! σε Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πύππαξ bewonderende uitroep: bravo!
|lstext='''πύππαξ''': [[ἐπιφώνημα]] θαυμασμοῦ ἢ σχετλιασμοῦ· ὡς τὸ [[πόποι]], [[βαβαί]], [[βομβάξ]], Λατιν. papae, babai, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πύππαξ]]· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον [[πύππαξ]] ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη· οὐκ ἔστι δέ· τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ [[πύππαξ]] [[οὐχί]]»· κατὰ δὲ Φώτιον: «[[πύππαξ]] [[ἐπίφθεγμα]] σχετλιασμοῦ ὡς πένθους ἀμε ἀφριστον»· - [[ἐντεῦθεν]] πυππάζω, φωνῇ ποιᾷ χρῶμαι, ἐπιφωνῶ [[πύππαξ]], Κρατῖνος ἐν «Δραπέτεσιν»7, πρβλ. [[ὑπερπυππάζω]].
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />an [[exclamation]] of [[surprise]], [[bravo]]! Plat.
|mdlsjtxt=an [[exclamation]] of [[surprise]], [[bravo]]! Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύππαξ Medium diacritics: πύππαξ Low diacritics: πύππαξ Capitals: ΠΥΠΠΑΞ
Transliteration A: pýppax Transliteration B: pyppax Transliteration C: pyppaks Beta Code: pu/ppac

English (LSJ)

an exclamation of admiration, bravo! Pl.Euthd.303a, Com.Adesp.1130.

German (Pape)

[Seite 819] u. πύπαξ, Ausruf der Verwunderung, des Erstaunens, potz! potztausend! (vgl. πόποι, βαβαί, βομβάξ) Plat. Euthyd. 303 a πυππὰξ ὦ 'Ἡράκλεις καλοῦ λόγου, wo das Folgende zu vergleichen. – Hesych. erwähnt auch φύππαξ.

French (Bailly abrégé)

interj.
c. πυππάξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύππαξ bewonderende uitroep: bravo!

Greek Monolingual

ή πυππάξ Α
1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῦ λόγου», Πλάτ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῦ
ὡς πένθους ἀμετάφραστον».

Greek Monotonic

πύππαξ: επιφών. έκπληξης, μπράβο! σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πύππαξ: ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ ἢ σχετλιασμοῦ· ὡς τὸ πόποι, βαβαί, βομβάξ, Λατιν. papae, babai, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πύππαξ· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη· οὐκ ἔστι δέ· τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ πύππαξ οὐχί»· κατὰ δὲ Φώτιον: «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῦ ὡς πένθους ἀμε ἀφριστον»· - ἐντεῦθεν πυππάζω, φωνῇ ποιᾷ χρῶμαι, ἐπιφωνῶ πύππαξ, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτεσιν»7, πρβλ. ὑπερπυππάζω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: excl.
Meaning: exclamation of admiration (Pl., Com. Adesp.).
Derivatives: παππάζω (Cratin. 52).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Exclamation of onomatop. character; it could (also) be Pre-Greek.

Middle Liddell

an exclamation of surprise, bravo! Plat.