συσχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[conform]] one [[thing]] to [[another]], τι πρός τι Arist.:—Pass. to [[form]] [[oneself]] [[after]] [[another]], to be conformed to his [[example]], NTest.
|mdlsjtxt=to [[conform]] one [[thing]] to [[another]], τι πρός τι Arist.:—Pass. to [[form]] [[oneself]] [[after]] [[another]], to be conformed to his [[example]], NTest.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':suschmat⋯zw 需-士黑馬提索<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':共同-姿態<br />'''字義溯源''':效法,作相似的姿態,使相似;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[σχῆμα]])=風度)組成,而 ([[σχῆμα]])出自([[ἔχω]])*=持)<br />'''出現次數''':總共(2);羅(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 效法(2) 羅12:2; 彼前1:14
|sngr='''原文音譯''':suschmat⋯zw 需-士黑馬提索<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':共同-姿態<br />'''字義溯源''':效法,作相似的姿態,使相似;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[σχῆμα]])=風度)組成,而 ([[σχῆμα]])出自([[ἔχω]])*=持)<br />'''出現次數''':總共(2);羅(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 效法(2) 羅12:2; 彼前1:14
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσχημᾰτίζω Medium diacritics: συσχηματίζω Low diacritics: συσχηματίζω Capitals: ΣΥΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: syschēmatízō Transliteration B: syschēmatizō Transliteration C: syschimatizo Beta Code: susxhmati/zw

English (LSJ)

A correct, remodel, σ. [τοὺς ὁρισμοὺς] πρὸς τὸ.. ἔχειν ἐπιχείρημα Arist.Top.151b8; τὰ φαντάσματα Plu.2.83c:—Pass., form oneself after another, to be conformed to his example, πρός τινας ib. 100f; τῷ αἰῶνι τούτῳ Ep.Rom.12.2, cf. 1Ep Pet.1.14.
II Astron., in Pass., to be similarly situated, Ptol.Phas.p.12 H., Tetr.34, S.E. M.5.33, Vett.Val.42.22, al.

German (Pape)

[Seite 1046] mit, zugleich wonach bilden, gestalten, τὶ πρός τι, Arist. top. 6, 14; med. sich wonach bilden, richten, ἡ κακία πρὸς ἑτέρους συσχηματιζομένη, Plut. de virt. et vit. M.; – ἀλλήλοις, von den Gestirnen, eine Stellung gegen einander annehmen, S. Emp. adv. astrol. 33. 40.

French (Bailly abrégé)

figurer ou façonner sur le modèle de, conformer;
Moy. συσχηματίζομαι se conformer à, se modeler sur, avec πρός et l'acc..
Étymologie: σύν, σχηματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-σχηματίζω, alleen med. zich vormen naar, zich conformeren aan, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συσχημᾰτίζω: сообразовывать, приспособлять, приводить в связь (τι πρός τι Arst., Plut. и τινί NT): συσχηματίζεσθαι πρός τινα ἐν φιλίᾳ Plut. жить с кем-л. в дружбе; ζηλωτής τινος συσχηματισθείς Plut. став на чью-л. сторону, т. е. заступившись за кого-л.; συσχηματίζεσθαι ἀλλήλοις Sext. (о небесных светилах) находиться в определенном положении друг к другу.

English (Strong)

from σύν and a derivative of σχῆμα; to fashion alike, i.e. conform to the same pattern (figuratively): conform to, fashion self according to.

English (Thayer)

(WH συνχηματίζω (so T in Romans, Tr in 1Peter; cf. σύν, II. at the end)): present passive, συσχηματίζομαι; (σχηματίζω, to form); a later Greek word; to conform (Aristotle, top. 6,14, p. 151b, 8; Plutarch, de profect. in virt. 12, p. 83b.)); passive reflexively, τίνι, to conform oneself (i. e. one's mind and character) to another's pattern (fashion oneself according to (cf. Lightfoot's Commentary on Philippians, p. 130f)): Winer's Grammar, 352 (330f)). (πρός τί, Plutarch, Numbers 20 common text.)

Greek Monolingual

Α σχηματίζω
1. σχηματίζω, διαπλάθω κάτι σύμφωνα με κάτι άλλο
2. μέσ. συσχηματίζομαι
α) συμμορφώνομαι προς κάποιον, ακολουθώ το παράδειγμα του
β) (για αστερισμούς) βρίσκομαι στην ίδια θέση
γ) κάνω χειρονομίες («συνεσχηματίζοντο τοῖς σώμασιν», Διον. Αλεξ.).

Greek Monotonic

συσχημᾰτίζω: σχηματίζω κάτι σύμφωνα με κάποιο άλλο, συνδιαμορφώνω, συμμορφώνω, τι πρός τι, σε Αριστ. — Παθ., συμμορφώνομαι, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συσχημᾰτίζω: σχηματίζω τι συμφώνως πρὸς ἕτερον, συνδιαπλάσσω, συμμορφῶ, σ. τι πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 4· ἀπολ., Πλούτ. 2. 83Β· - Παθητ., συμμορφοῦμαι πρός τινα, ἀκολουθῶ τὸ παράδειγμά τινος, πρός τινα Πλούτ. 2. 100F· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 20· τινι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 2, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 14, Κλήμ. Ἀλεξ. 194· ἐπὶ ὑποκριτῶν θεατρικῶν ἢ ἐπὶ ῥητόρων, Ρήτορες (Walz) τ. 5, σ. 610. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἵσταμαι ἐν ἀμοιβαίᾳ ἀντιθέσει, Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 33, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 142· ὅθεν συσχημᾰτισμός, ὁ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 30· συσχημάτισις, ἡ, Πρόκλ.

Middle Liddell

to conform one thing to another, τι πρός τι Arist.:—Pass. to form oneself after another, to be conformed to his example, NTest.

Chinese

原文音譯:suschmat⋯zw 需-士黑馬提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-姿態
字義溯源:效法,作相似的姿態,使相似;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σχῆμα)=風度)組成,而 (σχῆμα)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(2);羅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 效法(2) 羅12:2; 彼前1:14