συναπογράφομαι: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synapografomai
|Transliteration C=synapografomai
|Beta Code=sunapogra/fomai
|Beta Code=sunapogra/fomai
|Definition=[γρᾰ], Med., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[enter one's name together with]] others, as a candidate, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[register at the same time]], τὴν γυναῖκα <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span> 2.49.9</span> (ii A.D.), etc.:—Pass., <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7440.35</span> (ii A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">σ. τινί</b> [[enter one's name with]] his, as a supporter, [[support]] him, [[be]] his [[follower]], <span class="bibl">Posidon.36</span> J., cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.45</span>, <span class="bibl">Ath.9.385c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[receive the impression of]], τῶν οὐκ ἀστείων τὰ πταίσματα <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>27</span>; [[copy]], [[represent exactly]], πάντα <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>1.1.1</span>:—later in Act., Eust.ad <span class="bibl">D.P. p.78.30</span> B.</span>
|Definition=[γρᾰ], Med.,<br><span class="bld">A</span> [[enter one's name together with]] others, as a candidate, Plu.''Aem.''3.<br><span class="bld">b</span> [[register at the same time]], τὴν γυναῖκα ''PGrenf.'' 2.49.9 (ii A.D.), etc.:—Pass., ''Sammelb.''7440.35 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">σ. τινί</b> [[enter one's name with]] his, as a supporter, [[support]] him, [[be]] his [[follower]], Posidon.36 J., cf. S.E.''M.''10.45, Ath.9.385c.<br><span class="bld">II</span> [[receive the impression of]], τῶν οὐκ ἀστείων τὰ πταίσματα Porph.''Chr.''27; [[copy]], [[represent exactly]], πάντα Ptol.''Geog.''1.1.1:—later in Act., Eust.ad D.P. p.78.30 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=se faire inscrire avec, <i>càd</i> se mettre sur les rangs pour une candidature.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπογράφω]].
|btext=se faire inscrire avec, <i>càd</i> se mettre sur les rangs pour une candidature.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπογράφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναπογράφομαι''': μέσ., [[ἐγγράφω]] τὸ ὄνομά μου μετ’ ἄλλων ὡς [[ὑποψήφιος]] καὶ ἐγώ, Πλουτ. Αἰμίλ. 3. 2) ὁμοίως, σ. τινι, [[ἐγγράφω]] τὸ ὄνομά μου μετὰ τοῦ ὀνόματος ἑτέρου τινὸς ὡς ὑποστηρίζων τὴν γνώμην του, [[ὑποστηρίζω]] τινά, εἶμαι [[ὀπαδός]] τινος, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 214, 385C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 45· ― οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. συναπογραπτέον, πρέπει τις νὰ ὑποστηρίζῃ, τοῖς ἀρίστοις Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 4, 2. ΙΙ. [[ἀπογράφω]] ἢ [[ἀντιγράφω]] [[ὁμοῦ]], [[παριστάνω]] ἀκριβῶς, πάντα Πλωτ. 1. 1, 1· οὕτω τὸ ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 78. 30.
|elnltext=συναπογράφομαι [σύν, ἀπογράφομαι (ἀπογράφω)] zich ook inschrijven (als kandidaat voor een ambt).
}}
{{elru
|elrutext='''συναπογράφομαι:''' (ᾰφ)<br /><b class="num">1</b> [[вместе записываться]] (в качестве кандидата), выставлять и свою кандидатуру Plut.:<br /><b class="num">2</b> досл. ставить свою подпись, перен. присоединяться: συναπογράψαι τινί Sext. примкнуть к чьему-л. мнению.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />(μσν. μόνον το ενεργ<br /><i>συναπογράφω</i>) [[αντιγράφω]], [[παριστάνω]] ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», <b>Ευστ.</b><br />β. «συναπογραφομένη [[πάντα]]», Πτολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εγγράφω]] το όνομά μου [[μαζί]] με άλλους ως [[υποψήφιος]]<br /><b>2.</b> [[καταγράφω]] [[επίσης]] σε κατάλογο («συναπογραψάμενος καὶ τὴν γυναῑκά μου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[εγγράφω]] το όνομά μου [[μαζί]] με το όνομα ενός άλλου ως [[υποστηρικτής]] του, [[είμαι]] [[οπαδός]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[απογράφω]] ή [[αντιγράφω]] [[μαζί]].
|mltxt=ΜΑ<br />(μσν. μόνον το ενεργ<br /><i>συναπογράφω</i>) [[αντιγράφω]], [[παριστάνω]] ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», <b>Ευστ.</b><br />β. «συναπογραφομένη [[πάντα]]», Πτολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εγγράφω]] το όνομά μου [[μαζί]] με άλλους ως [[υποψήφιος]]<br /><b>2.</b> [[καταγράφω]] [[επίσης]] σε κατάλογο («συναπογραψάμενος καὶ τὴν γυναῖκά μου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[εγγράφω]] το όνομά μου [[μαζί]] με το όνομα ενός άλλου ως [[υποστηρικτής]] του, [[είμαι]] [[οπαδός]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[απογράφω]] ή [[αντιγράφω]] [[μαζί]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναπογράφομαι:''' Μέσ., [[εγγράφω]] το όνομά μου, καταγράφομαι μαζί με άλλους ως [[υποψήφιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συναπογράφομαι:''' Μέσ., [[εγγράφω]] το όνομά μου, καταγράφομαι μαζί με άλλους ως [[υποψήφιος]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναπογράφομαι:''' (ᾰφ)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе записываться]] (в качестве кандидата), выставлять и свою кандидатуру Plut.:<br /><b class="num">2)</b> досл. ставить свою подпись, перен. присоединяться: συναπογράψαι τινί Sext. примкнуть к чьему-л. мнению.
|lstext='''συναπογράφομαι''': μέσ., [[ἐγγράφω]] τὸ ὄνομά μου μετ’ ἄλλων ὡς [[ὑποψήφιος]] καὶ ἐγώ, Πλουτ. Αἰμίλ. 3. 2) ὁμοίως, σ. τινι, [[ἐγγράφω]] τὸ ὄνομά μου μετὰ τοῦ ὀνόματος ἑτέρου τινὸς ὡς ὑποστηρίζων τὴν γνώμην του, [[ὑποστηρίζω]] τινά, εἶμαι [[ὀπαδός]] τινος, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 214, 385C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 45· ― οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. συναπογραπτέον, πρέπει τις νὰ ὑποστηρίζῃ, τοῖς ἀρίστοις Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 4, 2. ΙΙ. [[ἀπογράφω]] ἢ [[ἀντιγράφω]] [[ὁμοῦ]], [[παριστάνω]] ἀκριβῶς, πάντα Πλωτ. 1. 1, 1· οὕτω τὸ ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 78. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=συναπογράφομαι [σύν, ἀπογράφομαι (ἀπογράφω)] zich ook inschrijven (als kandidaat voor een ambt).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[enter]] one's [[name]] [[together]] with others, as a [[candidate]], Plut.
|mdlsjtxt=Mid. to [[enter]] one's [[name]] [[together]] with others, as a [[candidate]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπογράφομαι Medium diacritics: συναπογράφομαι Low diacritics: συναπογράφομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΓΡΑΦΟΜΑΙ
Transliteration A: synapográphomai Transliteration B: synapographomai Transliteration C: synapografomai Beta Code: sunapogra/fomai

English (LSJ)

[γρᾰ], Med.,
A enter one's name together with others, as a candidate, Plu.Aem.3.
b register at the same time, τὴν γυναῖκα PGrenf. 2.49.9 (ii A.D.), etc.:—Pass., Sammelb.7440.35 (ii A.D.).
2 σ. τινί enter one's name with his, as a supporter, support him, be his follower, Posidon.36 J., cf. S.E.M.10.45, Ath.9.385c.
II receive the impression of, τῶν οὐκ ἀστείων τὰ πταίσματα Porph.Chr.27; copy, represent exactly, πάντα Ptol.Geog.1.1.1:—later in Act., Eust.ad D.P. p.78.30 B.

German (Pape)

[Seite 1002] med., sich mit unterschreiben; Plut. Aem. Paull. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 45; auch = sich Etwas mit abschreiben.

French (Bailly abrégé)

se faire inscrire avec, càd se mettre sur les rangs pour une candidature.
Étymologie: σύν, ἀπογράφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναπογράφομαι [σύν, ἀπογράφομαι (ἀπογράφω)] zich ook inschrijven (als kandidaat voor een ambt).

Russian (Dvoretsky)

συναπογράφομαι: (ᾰφ)
1 вместе записываться (в качестве кандидата), выставлять и свою кандидатуру Plut.:
2 досл. ставить свою подпись, перен. присоединяться: συναπογράψαι τινί Sext. примкнуть к чьему-л. мнению.

Greek Monolingual

ΜΑ
(μσν. μόνον το ενεργ
συναπογράφω) αντιγράφω, παριστάνω ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», Ευστ.
β. «συναπογραφομένη πάντα», Πτολ.)
αρχ.
1. εγγράφω το όνομά μου μαζί με άλλους ως υποψήφιος
2. καταγράφω επίσης σε κατάλογο («συναπογραψάμενος καὶ τὴν γυναῖκά μου», πάπ.)
3. εγγράφω το όνομά μου μαζί με το όνομα ενός άλλου ως υποστηρικτής του, είμαι οπαδός κάποιου
4. απογράφω ή αντιγράφω μαζί.

Greek Monotonic

συναπογράφομαι: Μέσ., εγγράφω το όνομά μου, καταγράφομαι μαζί με άλλους ως υποψήφιος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συναπογράφομαι: μέσ., ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου μετ’ ἄλλων ὡς ὑποψήφιος καὶ ἐγώ, Πλουτ. Αἰμίλ. 3. 2) ὁμοίως, σ. τινι, ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου μετὰ τοῦ ὀνόματος ἑτέρου τινὸς ὡς ὑποστηρίζων τὴν γνώμην του, ὑποστηρίζω τινά, εἶμαι ὀπαδός τινος, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 214, 385C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 45· ― οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. συναπογραπτέον, πρέπει τις νὰ ὑποστηρίζῃ, τοῖς ἀρίστοις Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 4, 2. ΙΙ. ἀπογράφωἀντιγράφω ὁμοῦ, παριστάνω ἀκριβῶς, πάντα Πλωτ. 1. 1, 1· οὕτω τὸ ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 78. 30.

Middle Liddell

Mid. to enter one's name together with others, as a candidate, Plut.