συμμεθίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmethistimi
|Transliteration C=symmethistimi
|Beta Code=summeqi/sthmi
|Beta Code=summeqi/sthmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">change at the same time</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>940b5</span>; 3sg. <b class="b3">συμμεθιστᾷ</b> (from <b class="b3">-ιστάω</b>) <span class="bibl">Str.1.3.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., with aor. 2 and pf. Act., <b class="b2">change places simultaneously with</b> another, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>16</span>, etc.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[change at the same time]], Arist.''Pr.''940b5; 3sg. [[συμμεθιστᾷ]] (from -ιστάω) Str.1.3.13.<br><span class="bld">II</span> Pass., with aor. 2 and pf. Act., [[change places simultaneously with]] another, Plu.''Pyrrh.''16, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[ἵστημι]]), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[ἵστημι]]), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.
}}
{{ls
|lstext='''συμμεθίστημι''': [[συμμεταβάλλω]], Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ [[αὐτοῦ]] θέσιν καὶ κινούμενον [[ὅπως]] καὶ [[ἐκεῖνος]], Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> συμμετέστην, <i>etc.</i><br />se déplacer <i>ou</i> changer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεθίστημι]].
|btext=<i>ao.2</i> συμμετέστην, <i>etc.</i><br />se déplacer <i>ou</i> changer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεθίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συμμεθίσταμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> [[αλλάζω]] [[θέση]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεθίστημι]] «[[μεταφέρω]], [[μεταβάλλω]]»].
|elnltext=συμ-μεθίστημι tegelijk (met...) van plaats doen veranderen, samen (met iem.) verplaatsen, met dat. met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεθίστημι:''' [[вместе перемещать]], [[увлекать за собой]] (τὴν τοῦ ἀέρος κίνησιν Arst.): συμμεθίστασθαί τινι Plut. перемещаться или изменяться вслед за или вместе с кем(чем)-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμεθίστημι:'''<b class="num">I.</b> [[συμμετέχω]] στη [[μεταβολή]] κάποιου πράγματος, [[συμμεταβάλλω]]· γʹ ενικ. <i>συμμεθιστᾷ</i> (από <i>-[[ιστάω]]</i>), σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[αλλάζω]] συγχρόνως [[θέση]] με κάποιον, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμμεθίστημι:'''<b class="num">I.</b> [[συμμετέχω]] στη [[μεταβολή]] κάποιου πράγματος, [[συμμεταβάλλω]]· γʹ ενικ. <i>συμμεθιστᾷ</i> (από <i>-[[ιστάω]]</i>), σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[αλλάζω]] συγχρόνως [[θέση]] με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''συμμεθίστημι''': [[συμμεταβάλλω]], Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ [[αὐτοῦ]] θέσιν καὶ κινούμενον [[ὅπως]] καὶ [[ἐκεῖνος]], Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[help]] in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάὠ Strab.<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 et perf. act., to [[change]] places [[along]] with [[another]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεθίστημι Medium diacritics: συμμεθίστημι Low diacritics: συμμεθίστημι Capitals: ΣΥΜΜΕΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: symmethístēmi Transliteration B: symmethistēmi Transliteration C: symmethistimi Beta Code: summeqi/sthmi

English (LSJ)

A change at the same time, Arist.Pr.940b5; 3sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάω) Str.1.3.13.
II Pass., with aor. 2 and pf. Act., change places simultaneously with another, Plu.Pyrrh.16, etc.

German (Pape)

[Seite 981] (s. ἵστημι), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.

French (Bailly abrégé)

ao.2 συμμετέστην, etc.
se déplacer ou changer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεθίστημι tegelijk (met...) van plaats doen veranderen, samen (met iem.) verplaatsen, met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμμεθίστημι: вместе перемещать, увлекать за собой (τὴν τοῦ ἀέρος κίνησιν Arst.): συμμεθίστασθαί τινι Plut. перемещаться или изменяться вслед за или вместе с кем(чем)-л.

Greek Monolingual

Α
1. μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. (το παθ.) συμμεθίσταμαι
(αμτβ.) αλλάζω θέση ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεθίστημι «μεταφέρω, μεταβάλλω»].

Greek Monotonic

συμμεθίστημι:I. συμμετέχω στη μεταβολή κάποιου πράγματος, συμμεταβάλλω· γʹ ενικ. συμμεθιστᾷ (από -ιστάω), σε Στράβ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., αλλάζω συγχρόνως θέση με κάποιον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεθίστημι: συμμεταβάλλω, Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ αὐτοῦ θέσιν καὶ κινούμενον ὅπως καὶ ἐκεῖνος, Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.

Middle Liddell

I. to help in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάὠ Strab.
II. Pass., with aor2 et perf. act., to change places along with another, Plut.