ἐποφθαλμιάω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[cast]] [[longing]] glances at, c. dat., or πρός τι Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
cast longing glances at, turn one's look, throw glances, ogle, τινι Ael.NA3.44, cf. Fr.81; ἐ. χρήμασι Plu.Caes.2; πρὸς τὸν πλοῦτον Id.Dem.25; eye jealously, τοῖς ἔργοις τινός POxy.1630.6 (iii A.D.); v.l. in Hyp.Fr.258.
German (Pape)
[Seite 1011] anäugeln, mit gierigen od. neidischen Augen worauf sehen, Poll. 2, 62 erkl. ἐπιθυμεῖν τινος; so Plut. ἐκείνου τοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμιῶντος Caes. 2; πρὸς τὸν πλοῦτον Dem. 25; liebäugelnd ansehen, Ael. H. A. 1, 12; τινί, 3, 44.
French (Bailly abrégé)
1 jeter un œil d'envie, jeter un regard de convoitise : τινι, πρός τι sur qch;
2 adresser un regard amical : τινι à qqn.
Étymologie: ἐπί, ὀφθαλμός.
Greek Monolingual
(AM ἐποφθαλμιῶ, ἐποφθαλμιάω)
1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να το αποκτήσω
2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)].
Greek (Liddell-Scott)
ἐποφθαλμιάω: ῥίπτω βλέμματα πλήρη ἐπιθυμίας εἴς τι, ἐπιθυμῶ τινος, τινι Αἰλ. π. Ζ. 3. 4· ἐπ. χρήμασι Πλουτ. Καῖσ. 2· πρὸς τὸν πλοῦτον ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Δημοσθ. 25· πρβλ. Dorv. Χαρ. σ. 86, Schaif Λογγ. σ. 350· ἴδε ἐποφθαλμέω.
Greek Monotonic
ἐποφθαλμιάω: λοξοκοιτάζω με επιθυμία, με λαχτάρα, με δοτ., ή πρός τι, σε Πλούτ.