ἀμοργίς: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
mNo edit summary
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμοργὶς (-[[ίδος]]), η (Α) [[Ἀμοργός]]<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[λινάρι]] που [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] καλλιεργούσαν στην Αμοργό<br /><b>2.</b> κατ’ αποκλίνουσα [[ερμηνεία]], ο [[βλαστός]] (το [[κοτσάνι]]) της μολόχας, που στην [[αρχαιότητα]] χρησιμοποιούνταν στην [[υφαντουργία]] σαν καννάβι ή [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ἁμοργός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμόργινος]].
|mltxt=ἀμοργὶς (-ίδος), η (Α) [[Ἀμοργός]]<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[λινάρι]] που [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] καλλιεργούσαν στην Αμοργό<br /><b>2.</b> κατ’ αποκλίνουσα [[ερμηνεία]], ο [[βλαστός]] (το [[κοτσάνι]]) της μολόχας, που στην [[αρχαιότητα]] χρησιμοποιούνταν στην [[υφαντουργία]] σαν καννάβι ή [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ἁμοργός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμόργινος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[fine]] [[flax]] from the [[isle]] of [[Amorgos]], Ar.
|mdlsjtxt=[[fine]] [[flax]] from the [[isle]] of [[Amorgos]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοργίς Medium diacritics: ἀμοργίς Low diacritics: αμοργίς Capitals: ΑΜΟΡΓΙΣ
Transliteration A: amorgís Transliteration B: amorgis Transliteration C: amorgis Beta Code: a)morgi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A stalks of mallow (Malva silvestris), used like hemp or flax, ἄλοπος ἀμοργίς Ar.Lys.735: acc. ἄμοργιν, v.l. ἀμοργίδα, ib.737. (Perh. from the pr. n. Ἀμοργός as place of growth.)
II proparox. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Hdn.Gr.1.87.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἄμοργις Ar.Lys.735, 737, Sch.Ar.Lys.735
• Prosodia: [ᾰ-]
1 fibra de malva ἀ. ἄλοπος Ar.Lys.ll.cc. (c. alusión obs. al miembro viril), cf. Paus.Gr.α 93, EM 129.20G., Sch.Ar.Lys.735.
2 túnica hecha de la fibra de la malva Poll.7.74, Hsch.
3 ἀμοργίδα por ἀμολγίδα· ἐξεσβηκυῖαν τὸ γάλα que se ha quedado sin leche seguramente erróneo, Hsch.

German (Pape)

[Seite 128] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); ἄλοπος ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. ἀμόργινος.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de lin fin (de l'île d'Amorgos) ou de pourpre.
Étymologie: cf. ἀμόργινος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοργίς: ίδος ἡ аморгосский лен Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοργίς: -ίδος, ἡ, λεπτὸν λίνον ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: ἄλοπος ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀμοργὶς (-ίδος), η (Α) Ἀμοργός
1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό
2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) της μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἁμοργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμόργινος.

Greek Monotonic

ἀμοργίς: ἡ, λεπτό λινάρι από το νησί της Αμοργού, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

etc.
Meaning: kind of dress (Cratin. fr. 96)
Other forms: λαμπτῆρες ἀμοργούς (Emp. fr. 84), perhaps lanterns clothed in muslin (cf. Lat. lintea lanterna pl. Bacch. 446).
Derivatives: Adj. ἀμόργινος used of χιτών etc. (Com., Aeschin.), cf. ἀμόργεια χρώματος εἶδος, ἀπὸ νήσου Ἀμοργοῦντος Suid. - Unclear ἀμοργίς, -ίδος f. stalks of mallow, Malva silvestris (Ar.); after the island Amorgos (Taillardat, Rev.de phil. 33, 1959, 66; cf. also REG 64, 1951, 11ff.)? -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The name of the island may have been used to designate clothes, cf. jersey, jeans etc. Cf. Taillardat, Images section 262.

Middle Liddell

fine flax from the isle of Amorgos, Ar.