ἀποκερδαίνω: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[have]] [[benefit]], [[enjoyment]] from or of a [[thing]], c. gen., Eur.; absol., Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 3 March 2024
English (LSJ)
pf. ἀποκεκέρδαγκα D.C.43.18:—have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., ποτοῦ E.Cyc.432; ἀ. βραχέα make some small gain of a thing, And.1.134: abs., ἔνεσται ἀποκερδᾶναι Luc. DMort.4.1.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀποκεκέρδαγκα D.C.43.18.2]
1 c. gen. o ἀπό más gen. sacar provecho, disfrutar ποτοῦ E.Cyc.432, οὐ γάρ που καὶ ἰδίᾳ τι αὐτῶν ἀποκεκέρδαγκα D.C.l.c.
•aprovechar, procurarse ὅ τι ἂν ἀποκερδάνωσιν ἀπὸ τῶν ὀχετῶν Hp.Gland.6, c. ac. int. βραχέα obtener un provecho pequeño And.Myst.134
•abs. ἔνεσται ... ἀποκερδᾶναι Luc.DMort.4.1.
2 c. ac. compl. dir. evitar, escapar ὧν (sc. tormentos del infierno) ἵνα τὴν πεῖραν ἀποκερδάνωσιν Cyr.Al.M.73.797D.
German (Pape)
[Seite 306] (s. κερδαίνω), Genuß, Vortheil von etwas haben, βραχέα Andoc. 1, 134; Sp., wie Luc. Mort. D. 4, 1; τινός Eur. Cycl. 431.
French (Bailly abrégé)
tirer parti de, profiter de.
Étymologie: ἀπό, κερδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκερδαίνω: (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκερδαίνω: μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω κέρδος, ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, μετὰ γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1.
Greek Monolingual
(Α ἀποκερδαίνω)
έχω κέρδος, απολαμβάνω
μσν.- νεοελλ.
κατακτώ, αποκτώ.
Greek Monotonic
ἀποκερδαίνω: μέλ. -κερδήσω ή κερδᾰνῶ, αόρ. -εκέρδησα ή -εκέρδᾱνα· έχω κέρδος, όφελος από κάτι, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.
Middle Liddell
to have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., Eur.; absol., Luc.